Σελίδες

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Αχ Ελλάδα, Ελλαδίτσα


           Η Βάσω ήταν πάντα το γλυκό και ήρεμο παιδί που κάθε γονιός θα ήθελε να έχει. Κάποιες φορές την έπαιρνε η μητέρα της , που ήταν δασκάλα, μαζί της στο σχολείο. Σηκωνόταν τότε αυτή στις μύτες των ποδιών της, για να φτάσει στον πίνακα και να γράψει λεξούλες που τα συνομήλικά της παιδιά δεν ήξεραν ούτε να τις προφέρουν.

            Βασίλω την φώναζε η θεία της. Ύψωνε τότε αυτή τα γαλανά ματάκια της και την κοίταζε με επίπληξη.

            Μεγάλωνε και διέπρεπε. Δεν υπήρχε άσκηση που δεν μπορούσε να λύσει, διαγώνισμα που δεν αρίστευε, διαγωνισμός που δεν θα ‘παιρνε το πρώτο βραβείο. Δεν υπήρχε όμως και φίλος , παρέα που θα μπορούσε να την τραβήξει. Το αυξημένο IQ της την έκανε διαφορετική, μοναχική. Τα ενδιαφέροντα και οι συζητήσεις των συνομήλικων φάνταζαν ανιαρές στον τάχιστο εγκέφαλό της. Για αυτό λοιπόν έκανε φίλο κι αδερφό τη γνώση. Τόμοι βιβλίων φόρτωναν τη βιβλιοθήκη, το κομοδίνο, το πάτωμα του δωματίου της.

            Πρώτη μπήκε στην Ιατρική Αθήνας. Πρώτη την τελείωσε, ακριβώς στην ολοκλήρωση του χρόνου σπουδών. Ούτε ένα λεπτό παραπάνω. Με άριστα.

            Αυτό βέβαια δεν άγγιξε την ελληνική πολιτεία γι’ αυτό την έβαλε στη σειρά να περιμένει χρόνια για να πάρει ειδικότητα. Αιματολογία είχε διαλέξει. ¨Αιματολογία, μόνο άσχημες ασθένειες θα συναντάς!¨ ¨Δύσκολη ειδικότητα.¨ ¨Μα ούτε ιατρείο δεν θα μπορέσεις να ανοίξεις.¨ Την μουρμούραγαν όλοι. Δεν τους έδωσε σημασία βέβαια. Αιματολογία, για να μπορέσει να ερευνήσει, να βοηθήσει, να βελτιώσει, να σώσει ζωές.

            Χρόνια χαμένα αυτά της αναμονής για την ειδικότητα. Όχι για την Βάσω όμως. Μέχρι να την καλέσουν στο νοσοκομείο έκανε ένα μεταπτυχιακό στη Γερμανία και διδακτορικό στην Αγγλία. Στις διακοπές περιέγραφε στους δικούς της αυτά που έκανε στα εργαστήρια και έλαμπε το πρόσωπό της. Μιλούσε για τα άρρωστα κύτταρα που παρακολουθούσε και βομβάρδιζε με πειραματικά φάρμακα ή εξερευνούσε το DNA τους . Τα κύτταρα–παιδιά της. Που φρόντιζε μέρα-νύχτα. Που έκλαιγε για αυτά όταν πέθαιναν. Και που πανηγύριζε κάθε φορά που πετύχαιναν κάτι, έστω και μικρό. Μια μικρή φλόγα ελπίδας. Ελπίδας για ζωή.

            Και ενώ οι προτάσεις που της έγιναν για παραμονή στο εξωτερικό ήταν βέβαια πολλές και αξιόλογες, αυτή προτίμησε να επιστρέψει στην πατρίδα και να ξεκινήσει να ασκεί το λειτούργημά της στο Λαϊκό νοσοκομείο. Στην αιματολογική κλινική – μια απ’ τις καλύτερες και πιο εξειδικευμένες της Ελλάδας. Στην αληθινή ζωή λοιπόν τώρα, όχι σε σκέτα  κύτταρα και αιμοσφαίρια. Σε ανθρώπους που ζούσαν λίγο ή πολύ όμορφα μέχρι που αυτά, τα ίδια άρρωστα κύτταρα τους οδήγησαν εκεί.  Τώρα δεν κοίταζε μόνο μέσα σε μικροσκόπια. Κοίταζε και μέσα σε βλέμματα.  Έβλεπε τις απεγνωσμένες ψυχές τους. Κι αυτό την έκανε ακόμα πιο δυναμική και δραστήρια. Ακόμα πιο πωρωμένη με την επιστήμη της. Μαχόταν μέρα νύχτα με σκοπό την ίαση. Να κερδίσει τη ζωή, να την δώσει πίσω στους ασθενείς της.

            Η ευγένεια και η καλοσύνη της, ο υπερβάλλον ζήλος και η αυτοθυσία της την έκαναν σύντομα αγαπητή σε όλους: στους ασθενείς και στους συγγενείς τους μα και στους συναδέλφους. Είχε πάψει εδώ και καιρό να ‘ναι μόνη και μοναχική.

            Το 2012 ήταν ο τέταρτος και τελευταίος χρόνος της ειδικότητας της. Θα ήθελε να παραμείνει σε αυτή την κλινική αλλά, στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, μόνο απολύσεις γινόντουσαν. Οι συνθήκες στη δημόσια υγεία χειροτέρευαν μέρα με την μέρα. Ελλείψεις παντού. Δεν υπήρχε προσωπικό, φάρμακα, υλικά. Είχε ήδη προτάσεις από κάποια νοσοκομεία της Ευρώπης αλλά θα προτιμούσε τη χώρα της, ακόμα και με τα ψίχουλα που ονομάζανε μισθό.

            Τον Ιούνιο εισήχθη ο Κωστής, ένα δεκαεπτάχρονο παλικαράκι. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να διαγνωστεί η πάθησή του. Λέμφωμα ή μάλλον ένα είδος – από τις εκατοντάδες που υπάρχουν – λεμφώματος. Με απλά λόγια καρκίνος στους λεμφαδένες. Συνηθισμένο νόσημα σε αυτές τις ηλικίες και, ευτυχώς, θεραπεύσιμο, αν επιλεχθεί και γίνει γρήγορα η σωστή θεραπεία. Αν φτιαχτεί σύντομα το σωστό «κοκτέιλ» φαρμάκων  από την ιατρική ομάδα και μπορέσουν να αιφνιδιάσουν τα άρρωστα κύτταρα. Το νεαρό της ηλικίας του ασθενή απαιτεί ταχύτητα στην θεραπεία γιατί παράγονται συνεχώς νέα άρρωστα κύτταρα και οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, σε αντίθεση με τους ηλικιωμένους ασθενείς που η εξέλιξη της ασθένειας είναι πιο αργή.

            Ξεκίνησε τη θεραπεία ο Κωστής. Μια φορά την εβδομάδα θα του χορηγούσαν ενδοφλέβια την αγωγή που είχαν επιλέξει. Για τρεις περίπου μήνες. Και μετά, έλπιζαν όλοι να είχαν πετύχει.

            Ο πρώτος μήνας κύλησε γρήγορα και αισιόδοξα. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά. Βρίσκονταν σε καλό δρόμο και επέτρεψαν οι γιατροί στα χείλη τους να χαμογελάσουν λιγάκι. Τόσο μικρό παιδί, έπρεπε να σωθεί.

            Χτύπησε η πόρτα του γραφείου των γιατρών και δειλά, είδε η Βάσω, το πόμολο να γέρνει. Η μάνα του Κωστή αναψοκοκκινισμένη και αλαφιασμένη εμφανίστηκε. Πριν ακόμα μιλήσει η έρμη, κατάλαβε η γιατρός το πρόβλημα. Τα φάρμακα. Δεν μπορούσε να τα βρει. Κλειστά φαρμακεία, ΕΟΠΥ και τα γνωστά. Απ’ το ξημέρωμα στηνόταν στην ουρά έξω από το φαρμακείο αλλά τίποτα. Σε ένα έτρεχε αυτή, σε άλλο έτρεχε ο άντρας της αλλά δεν κατάφεραν να τα προμηθευτούν. Την καθησύχασε η Βάσω και την έστειλε να ψάξει αλλού, με την ελπίδα ότι την επόμενη μέρα θα τα έφερνε και θα γινόταν η θεραπεία με μια μόνο ημέρα καθυστέρησης.

            Όμως ούτε την επόμενη ούτε την μεθεπόμενη μέρα εμφανίστηκαν. Κι η Βάσω άρχισε να θορυβείται. Αυτή η καθυστέρηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Χανόταν πολύτιμος χρόνος. Άρρωστα αιμοσφαίρια παράγονταν με γοργούς ρυθμούς στο αίμα του Κωστή. Μέσα στο μυαλό της υπολόγιζε, μέτραγε: την τελευταία μέρα που έπεσαν τα φάρμακα στο αίμα, τι ακριβώς έγινε, πόσο διήρκησε και τώρα πόσα σκοτώνονται μα και πόσα γεννιούνται. Τα ‘βαλε στο χαρτί, ξανά και ξανά. Δεν της άρεσε αυτό που έβρισκε, έπρεπε την επόμενη μέρα να πάρει το παιδί τα φάρμακά του. Απαραίτητα. Ρώτησε τους συναδέλφους της. Συμφώνησαν μαζί της αλλά κι αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Υπήρχε έλλειψη.

            Ώρες πολλές το βασάνιζε το μυαλό της μέχρι που το αποφάσισε. Γύρισε το απόγευμα ξανά στο νοσοκομείο. Κοίταξε τη λίστα των ασθενών που θα έκαναν τις επόμενες μέρες την θεραπεία τους. Ευτυχώς υπήρχαν αρκετοί μεγάλοι, αρκετοί που ερχόντουσαν κάθε μήνα ή κάθε δυο μήνες και σίγουρα είχαν προλάβει να προμηθευτούν τα απαραίτητα φάρμακα. Πήρε τηλέφωνο στο σπίτι του Κωστή και τους ρώτησε ποιο φάρμακο τους λείπει. Τους είπε να τον φέρουν οπωσδήποτε την επόμενη στο νοσοκομείο κι ας μην τα έχουν όλα. Δεν έπρεπε να χάσουν το ραντεβού τους. Το ραντεβού με την ζωή. Έψαξε στο φαρμακείο και βρήκε αυτό που ζητούσε. Χρεωμένο όμως σε άλλους ασθενείς. Όλη τη νύχτα υπολόγιζε δοσολογίες. Έβγαζε 5ml από τον έναν, 10 από τον άλλο, μετέφερε τα ραντεβού που ήταν σίγουρη ότι δεν διέτρεχαν τον παραμικρό κίνδυνο μια-δυο μέρες αργότερα.

            Το επόμενο πρωί όταν έδωσε τις φιάλες στη νοσοκόμα  να τις περάσει στους ορούς του Κωστή και των υπολοίπων ήταν σίγουρη ότι είχε κάνει το σωστό. Είχε βοηθήσει ένα παλικάρι να παλέψει με την αρρώστιά του, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο όμως κάποιον άλλον ασθενή. Αυτή ήταν η δουλειά της. Γι’ αυτό είχε αποκτήσει αυτή τη γνώση, γι’ αυτό είχε αγωνιστεί. Για να μπορεί να βοηθάει, να γιατρεύει υπερπηδώντας τα εμπόδια. Εμπιστευόταν την κρίση της και είχε την βεβαιότητα της ορθότητας των πράξεών της. Αγαπούσε τη ζωή και τη σεβόταν. Προσπαθούσε να δίνει ζωή, αυτό μόνο, αυτό ήθελε.

Οι γονείς του παιδιού φέρανε σύντομα διπλή δόση ώστε να γίνουν όλα στην ώρα τους και να καλυφθούν και οι ανάγκες των υπολοίπων. Όμως δεν βρήκαν τη Βάσω εκεί. Είχε τεθεί σε αργία, αμέσως μόλις ενημέρωσε τον καθηγητή του τμήματος για τα όσα έκανε.

Μετά από εννέα μήνες η Βάσω ¨πέταξε¨ για Αγγλία. Η πατρίδα της δεν την είχε δικαιολογήσει. Το αποτέλεσμα της διοικητικής εξέτασης ήταν κατά της. Της έκοψαν την ειδικότητα και θα έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Την διέγραψαν από τον ιατρικό σύλλογο και δεν θα μπορούσε ποτέ να ασκήσει τη δουλειά της στην Ελλάδα.

Την ώρα που το αεροπλάνο απογειωνόταν η Βάσω χαμογέλασε στον ήλιο. Θα της έλειπε. Χαμογέλασε ξανά. Για τον Κωστή που ήταν καλά, για τους άλλους εμπλεκόμενους στην ¨υπόθεσή¨ της ασθενείς που ήταν κι αυτοί καλά και για τον εαυτό της που ένιωθε καλά γιατί είχε κάνει το σωστότερο λάθος.

Είχε δώσει ζωή, είχε αλλάξει ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου