Σελίδες

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Φυλακισμένο έντομο σε κεχριμπάρι

Δεν θα ξεχνούσε ποτέ το χαμόγελο του. Λαμπερό, αυθόρμητο, ειλικρινές, παντοτινό. Φώτιζε τον κόσμο όλο.
Η αίθουσα μικρή και βρώμικη. Με τοίχους ξεφτισμένους, Κουφώματα πετσικαρισμένα. Πόρτες ξεχαρβαλωμένες. Ζέστη και ιδρωτίλα. Τα δεκαεφτάχρονα παλικάρια στριμωγμένα, φυλακισμένα πίσω από τα κάγκελα του ξεχαρβαλωμένου παραθύρου. Βαρυγκωμούσαν όλοι τους. Αγρίμια εγκλωβισμένα. Με δυσκολία να αρχίσει το μάθημα. Κι ας ήταν ειδικότητας: ¨ Έλεγχος και διάγνωση βλαβών στα οχήματα¨. Το βιβλίο και η ύλη αναχρονιστική. Αδιάφορο και σχεδόν άχρηστο πια. Την παλεύανε όμως. Κι αυτοί και η κυρία τους.
Ο Μάριος, όπως πάντα, βαριόταν. Πνιγόταν στην ακινησία και στην στασιμότητα της τάξης.
- Κυρία, να βγω έξω;
- Που να πας βρε Μάριε;
- Να πάρω αέρα, για δυο λεπτά μόνο.
Φτερούγιζε στα μάτια του η προσμονή, η λαχτάρα για αέρα, καθαρό κι ελεύθερο.
- Καλά πήγαινε, για δυο λεπτά όμως.
Δεν μπορούσε να του αρνηθεί, δεν μπορούσε να πει όχι στο άσβηστο χαμόγελό του.
- Γιατί εμάς δεν μας αφήνετε ποτέ κυρία να βγούμε έξω; Σ’ αυτόν λέτε πάντα ναι.
- Δεν είσαστε το ίδιο. Τον βλέπετε ότι δεν μπορεί να σταθεί εδώ μέσα.
Προσπαθούσε να δικαιολογηθεί γι’ αυτά τα παραπάνω που σαν ενήλικας έβλεπε, γι’ αυτά που ενστικτωδώς έπραττε.
Και την επόμενη πάλι:
- Κυρία, να βγω έξω;
- Πάλι; Που θέλεις να πας σήμερα;
- Έξω, να δω το μηχανάκι;
- Τι μηχανάκι έχεις;
Παγιδευμένη κι αυτή μαζί τους έψαχνε να βρει δρόμους επικοινωνίας, μονοπάτια να τους ενώσουν. Δεν ήθελε να χάσει τον Μάριο, ούτε κάποιον άλλο μαθητή της βέβαια.
- Ένα Crypton X.
- Περιέγραψε το μας…
Άρχισε η ανάλυση. Με κάθε λεπτομέρεια. Συγκρίσεις, επεμβάσεις, μετατροπές για βελτίωση. Στα μελένια μάτια του καθρεφτίστηκε η ηδονή που του πρόσφερε η μεγάλη του αγάπη. Έμαθε κι αυτή για τον κόφτη, για τις ¨κολώνες¨ που μετράνε τις αποστάσεις στις κόντρες, για εξειδικευμένα στοιχεία που το κάνουν ταχύτερο, για την ¨λαμπάδα¨  που το πήγαινε όταν έκανε σούζα.
- Είναι το γρηγορότερο σε όλη τη Δυτική Ελλάδα!
Ανατρίχιασε και γούρλωσε τα μάτια. Μούδιασε:
-Να προσέχεις όμως, έτσι; ψιθύρισε. Να φοράς πάντα κράνος.
- Στις κόντρες και στους αγώνες φοράω. Στις βόλτες όμως δασκάλα, με τίποτα…

Το καλοκαίρι είχε φτάσει στην μέση όταν τον αποχαιρέτησε για πάντα. Το χαμόγελό του φώτιζε τον κόσμο ακόμα και τώρα, στο τελευταίο του ταξίδι. Κι ήταν αυτό το χαμόγελο που της φρέναρε τα δάκρυα, που της έδιωχνε τον πόνο του χωρισμού. Τον έβλεπε, σαν όραμα μπροστά της, στις τελευταίες του στιγμές. Ευτυχισμένο, να τρέχει με το Crypton του, την αγάπη του, τη ζωή του. Όρθιο, λαμπάδα! Να κοιτάζει το Θεό κατάματα και να χαμογελάει. Να φεύγει πριν προλάβει να νιώσει πόνο, απογοήτευση, οδύνη. Να φεύγει νέος, ορθός, καμαρωτός, ευτυχισμένος. Αγκαλιά με ότι αγαπούσε.
Δεν ήταν γέρος ο Μάριος για να μην του πρέπουν δάκρυα. Ήταν νιός και όμορφος. Και θα της λείψει. Σε  όλους λείπει. Γονείς, αδερφοί, συγγενείς, φίλοι. Όλοι τον κλαίνε. Ανείπωτος πόνος. Ποτάμια τα δάκρυα.
Μα η κυρία του δεν κλαίει. Γιατί το ταξίδι της ζωής του ήταν σύντομο μα ευτυχισμένο. Η διαδρομή του μικρή αλλά όμορφη. Γιατί έφτασε στο λιμάνι της αιωνιότητας χαρούμενος. Γιατί αυτή είχε δει παιδιά, νέους να φεύγουν με την πίκρα χαραγμένη στα χειλάκια τους. Με παραμορφωμένα από τους πόνους χαρακτηριστικά. Που προσπαθούσαν να δουν τον ουρανό μέσα από το παράθυρο του νοσοκομείου και ψιθύριζαν με παράπονο: τι σου ‘χω κάνει Θεέ μου…
Φυλακισμένο έντομο σε κεχριμπάρι ήτανε ο Μάριος. Λαμπερή η κεχριμπαρένια ζωή του αλλά ακίνητη. Στάσιμη. Δεν τον χωρούσε, δεν του ταίριαζε. Φυλακισμένη πεταλούδα που άνοιξε τα φτερά της και πέταξε μακριά. Φυλακισμένος τζίτζικας που το ‘σκασε για να  τραγουδήσει. Να τραγουδήσει εκεί, στο λιμάνι της αιωνιότητας. Που δεν έχει τοίχους να τον πλακώνουν. Που δεν έχει κανόνες, πρέπει και γιατί να τον βασανίζουν. Να τραγουδήσει εκεί, με τον ¨κόφτη¨ του. Ελεύθερος, ανέμελος, χαμογελαστός. Όπως πάντα. Για πάντα.