Σελίδες

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Η μοναξιά της γραφής


            Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε απαλά και σαν αερικό, μέσα στο σκοτάδι, η Νεφέλη διέσχισε γοργά την απόσταση μέχρι το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έμοιαζε με οπτασία καθώς το λιγοστό φως που έμπαινε από τις γρίλιες χάιδευε τη μορφή της. Στάθηκε λίγο αναποφάσιστη, αναδεύοντας τους κίτρινους χοντρούς φακέλους που κράταγε στα χέρια της. Μετά από λίγα λεπτά, προσεκτικά και αργά στήριξε τους τρεις, ψηλά-ψηλά, δίπλα στο λαμπερό αστέρι. Στην κορυφή. Αυτούς που έγραφαν απ’ έξω: ¨Μαμά¨, ¨Μπαμπάς¨, ¨Παύλος¨. Και χαμηλά, στα ποδαράκια του Χριστού, μέσα στην θαλπωρή της φάτνης, ακούμπησε τον τέταρτο, τον πιο χοντρό, αυτόν που έγραφε: ¨Για όλους¨. Κι έτρεξε να χωθεί ξανά στα ζεστά σκεπάσματα.

            Το επόμενο πρωί, πρωινό Χριστουγέννων, η μάνα άνοιξε τα παραθυρόφυλλα. Ο φρέσκος αέρας, μαζί με το παγωμένο φως, γέμισαν το δωμάτιο. Τα καινούρια στολίδια του δέντρου μαγνήτισαν αμέσως το βλέμμα της νοικοκυράς. Πλησίασε και κοίταξε μ’ αγάπη τα καλογραμμένα οικεία γράμματα. Στρογγυλά και ελαφρώς γερμένα προς την ανατολική πλευρά του χαρτιού.  Σαν να προσμένουν να δουν τον ήλιο στην χαραυγή του. Πήρε στην αγκαλιά της το δώρο της και το νανούρισε τρυφερά. Το λίκνισε με τον ίδιο τρόπο που λίκνιζε και τον αποστολέα του, πριν είκοσι περίπου χρόνια. Κάθισε στην καρέκλα και ξεκόλλησε με συγκινημένα δάχτυλα τον φάκελο. Πυκνογραμμένες σελίδες ξάπλωσαν στο τραπέζι και περίμεναν υπομονετικά να διαβαστούν και να μουσκέψουν απ’ τα δάκρυά της.

            Το σκηνικό ίδιο. Οι σκηνές παρόμοιες με τους πρωταγωνιστές να εναλλάσσονται. Ο μπαμπάς δεύτερος και μετά ο Παύλος, ο αδερφός της. Τρεις φάκελοι, τρεις πρωταγωνιστές, τρεις διαφορετικές ιστορίες. Σε όλες συμπρωταγωνίστρια και αφηγήτρια η Νεφέλη. Είχε γράψει μια διαφορετική ιστορία για κάθε αγαπημένο της πρόσωπο. Μια αληθινή περιπέτεια που είχε ζήσει μαζί του, ξετυλίγοντας απλόχερα όλα τα αισθήματα που βίωσε. Ότι ένιωσε, ότι έδειξε, όσα έκρυψε τότε, ηθελημένα ή ακούσια. Όλες αυτές οι λέξεις που ποτέ δεν ακούστηκαν από τα άηχα χείλη της ταξίδεψαν νοτισμένες στην καρδιά τους

.          «Μανούλα μου με πήρες αγκαλιά και μ’ έσφιγγες. Ένιωσα την απελπισία σου μέσα σε κείνο το απεγνωσμένο σφίξιμο. Ήμουν μικρούλα, δεν είχα ακόμα καταφέρει να διαβάζω χείλη. Δεν άκουγα. Έβλεπα όμως. Τα πάντα. Τα πρόσωπά τους, τα μάτια τους, την αποστροφή τους. Την απέχθεια για το κωφάλαλο παιδί σου. Με έκλεισες στην αγκαλιά σου δυνατά. Το ίδιο δυνατά κοπάνησες την πόρτα. Δεν την άκουσα μα είμαι σίγουρη. Την πόρτα του πατρικού σου. Άκουσα μανούλα μου. Άκουσα! Την καρδούλα σου που ’σπασε στα δυο. Γιατί οι δικοί σου γονείς δεν σε θέλανε, εκτός αν με έβαζες σε ίδρυμα…»
            «Πατερούλη μου, η δύναμη στα μπράτσα σου, η δύναμη της ψυχής σου πάντα με σήκωναν όταν έπεφτα. Πάντα μ’ ανέβαζαν…»
            «Αδερφούλη μου, έχασες φίλους, παρέες, συντρόφους μέσα απ’ τον ατελείωτο αγώνα σου να με υπερασπιστείς. Παιδάκι μια σταλιά ήσουν όταν σ’ έδιωχναν απ’ τις αλάνες γιατί είχες μαζί σου το ¨μουγκό¨. Έφηβος μοναχικός αφού όλοι σε κορόιδευαν όταν μιλούσαμε στη νοηματική…»
       
            Κοίταξε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Συγκινημένοι κι απορημένοι: Μήπως κι εμείς που έχουμε φωνή μιλάμε; Ακουγόμαστε;

            Όλοι μαζί άνοιξαν και τον τέταρτο, τον πιο χοντρό. Ένα γαλαζοπράσινο βιβλίο αναδύθηκε. Μισάνοιχτα χείλη στολίζουν το εξώφυλλο. Η μοναξιά της γραφής, ο τίτλος του. Και συγγραφέας, η Νεφέλη τους. Περηφάνια, συγκίνηση, ικανοποίηση, λατρεία χρωματίζουν την φωνή τους καθώς διαβάζουν:

            …Τα μοναδικά και μοναχικά αισθήματα που βιώνουμε μοιράζονται και πολλαπλασιάζονται με την γραφή. Γίνονται παρέα και συλλογικότητα. Η ατομική και ξεχωριστή μοναξιά του καθενός γίνεται ομάδα μέσα από ένα κείμενο. Ο συγγραφέας δεν είναι μοναχικός, δεν είναι περισσότερο μόνος από οποιονδήποτε συνάνθρωπό του. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι πιο κοινωνικός και επικοινωνιακός από τους περισσότερους. Βλέπει και συναισθάνεται πιότερα από τους άλλους, ξεγυμνώνεται δημόσια, εκφράζει αυτά που έζησε αυτός ή κάποιοι άλλοι, προσπαθώντας να αποδιώξει τον εγωκεντρισμό και να υμνήσει την ομαδικότητα. Οι αναγνώστες μέσα από τα γραπτά του ζουν περιπέτειες, βιώνουν τις ζωές των άλλων και παραλληλίζονται με τους εκάστοτε ήρωες.

….Μοναξιά είναι τα όσα έζησα και δεν μοιράστηκα με κανέναν. Μοναξιά είναι η μοναδικότητα των στιγμών που μόνο η δική μου καρδιά βίωσε, που μόνο το δικό μου μυαλό φύλαξε. Μοναξιά στη γραφή είναι η μοναξιά του βιώματος. Όταν η μοναξιά γίνεται γραφή παύει να υφίσταται. Γίνεται σπόρος και φυτρώνει, μπουμπουκιάζει κι ανθίζει.

…Όσα έζησα και δεν είπα γιατί δεν μπόρεσα, γιατί δεν πρόλαβα, γιατί ντράπηκα, γιατί δεν ήταν κοντά μου κάποιος να με ακούσει ήταν η μοναξιά μου. Τώρα που τα ‘γραψα έγιναν η παρέα μου.

…Είναι δύσκολο να ζεις χωρίς φωνή. Φαντάζομαι όμως ότι είναι πιο άσχημο να ‘χεις φωνή αλλά να μην σε ακούει κανείς. Γράφοντας ακούγομαι. Και με ακούν αυτοί που θέλουν πραγματικά να με ¨ακούσουν¨.



12/12            Χριστουγεννιάτικο διήγημα                                                              

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Αχ Ελλάδα, Ελλαδίτσα


           Η Βάσω ήταν πάντα το γλυκό και ήρεμο παιδί που κάθε γονιός θα ήθελε να έχει. Κάποιες φορές την έπαιρνε η μητέρα της , που ήταν δασκάλα, μαζί της στο σχολείο. Σηκωνόταν τότε αυτή στις μύτες των ποδιών της, για να φτάσει στον πίνακα και να γράψει λεξούλες που τα συνομήλικά της παιδιά δεν ήξεραν ούτε να τις προφέρουν.

            Βασίλω την φώναζε η θεία της. Ύψωνε τότε αυτή τα γαλανά ματάκια της και την κοίταζε με επίπληξη.

            Μεγάλωνε και διέπρεπε. Δεν υπήρχε άσκηση που δεν μπορούσε να λύσει, διαγώνισμα που δεν αρίστευε, διαγωνισμός που δεν θα ‘παιρνε το πρώτο βραβείο. Δεν υπήρχε όμως και φίλος , παρέα που θα μπορούσε να την τραβήξει. Το αυξημένο IQ της την έκανε διαφορετική, μοναχική. Τα ενδιαφέροντα και οι συζητήσεις των συνομήλικων φάνταζαν ανιαρές στον τάχιστο εγκέφαλό της. Για αυτό λοιπόν έκανε φίλο κι αδερφό τη γνώση. Τόμοι βιβλίων φόρτωναν τη βιβλιοθήκη, το κομοδίνο, το πάτωμα του δωματίου της.

            Πρώτη μπήκε στην Ιατρική Αθήνας. Πρώτη την τελείωσε, ακριβώς στην ολοκλήρωση του χρόνου σπουδών. Ούτε ένα λεπτό παραπάνω. Με άριστα.

            Αυτό βέβαια δεν άγγιξε την ελληνική πολιτεία γι’ αυτό την έβαλε στη σειρά να περιμένει χρόνια για να πάρει ειδικότητα. Αιματολογία είχε διαλέξει. ¨Αιματολογία, μόνο άσχημες ασθένειες θα συναντάς!¨ ¨Δύσκολη ειδικότητα.¨ ¨Μα ούτε ιατρείο δεν θα μπορέσεις να ανοίξεις.¨ Την μουρμούραγαν όλοι. Δεν τους έδωσε σημασία βέβαια. Αιματολογία, για να μπορέσει να ερευνήσει, να βοηθήσει, να βελτιώσει, να σώσει ζωές.

            Χρόνια χαμένα αυτά της αναμονής για την ειδικότητα. Όχι για την Βάσω όμως. Μέχρι να την καλέσουν στο νοσοκομείο έκανε ένα μεταπτυχιακό στη Γερμανία και διδακτορικό στην Αγγλία. Στις διακοπές περιέγραφε στους δικούς της αυτά που έκανε στα εργαστήρια και έλαμπε το πρόσωπό της. Μιλούσε για τα άρρωστα κύτταρα που παρακολουθούσε και βομβάρδιζε με πειραματικά φάρμακα ή εξερευνούσε το DNA τους . Τα κύτταρα–παιδιά της. Που φρόντιζε μέρα-νύχτα. Που έκλαιγε για αυτά όταν πέθαιναν. Και που πανηγύριζε κάθε φορά που πετύχαιναν κάτι, έστω και μικρό. Μια μικρή φλόγα ελπίδας. Ελπίδας για ζωή.

            Και ενώ οι προτάσεις που της έγιναν για παραμονή στο εξωτερικό ήταν βέβαια πολλές και αξιόλογες, αυτή προτίμησε να επιστρέψει στην πατρίδα και να ξεκινήσει να ασκεί το λειτούργημά της στο Λαϊκό νοσοκομείο. Στην αιματολογική κλινική – μια απ’ τις καλύτερες και πιο εξειδικευμένες της Ελλάδας. Στην αληθινή ζωή λοιπόν τώρα, όχι σε σκέτα  κύτταρα και αιμοσφαίρια. Σε ανθρώπους που ζούσαν λίγο ή πολύ όμορφα μέχρι που αυτά, τα ίδια άρρωστα κύτταρα τους οδήγησαν εκεί.  Τώρα δεν κοίταζε μόνο μέσα σε μικροσκόπια. Κοίταζε και μέσα σε βλέμματα.  Έβλεπε τις απεγνωσμένες ψυχές τους. Κι αυτό την έκανε ακόμα πιο δυναμική και δραστήρια. Ακόμα πιο πωρωμένη με την επιστήμη της. Μαχόταν μέρα νύχτα με σκοπό την ίαση. Να κερδίσει τη ζωή, να την δώσει πίσω στους ασθενείς της.

            Η ευγένεια και η καλοσύνη της, ο υπερβάλλον ζήλος και η αυτοθυσία της την έκαναν σύντομα αγαπητή σε όλους: στους ασθενείς και στους συγγενείς τους μα και στους συναδέλφους. Είχε πάψει εδώ και καιρό να ‘ναι μόνη και μοναχική.

            Το 2012 ήταν ο τέταρτος και τελευταίος χρόνος της ειδικότητας της. Θα ήθελε να παραμείνει σε αυτή την κλινική αλλά, στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, μόνο απολύσεις γινόντουσαν. Οι συνθήκες στη δημόσια υγεία χειροτέρευαν μέρα με την μέρα. Ελλείψεις παντού. Δεν υπήρχε προσωπικό, φάρμακα, υλικά. Είχε ήδη προτάσεις από κάποια νοσοκομεία της Ευρώπης αλλά θα προτιμούσε τη χώρα της, ακόμα και με τα ψίχουλα που ονομάζανε μισθό.

            Τον Ιούνιο εισήχθη ο Κωστής, ένα δεκαεπτάχρονο παλικαράκι. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να διαγνωστεί η πάθησή του. Λέμφωμα ή μάλλον ένα είδος – από τις εκατοντάδες που υπάρχουν – λεμφώματος. Με απλά λόγια καρκίνος στους λεμφαδένες. Συνηθισμένο νόσημα σε αυτές τις ηλικίες και, ευτυχώς, θεραπεύσιμο, αν επιλεχθεί και γίνει γρήγορα η σωστή θεραπεία. Αν φτιαχτεί σύντομα το σωστό «κοκτέιλ» φαρμάκων  από την ιατρική ομάδα και μπορέσουν να αιφνιδιάσουν τα άρρωστα κύτταρα. Το νεαρό της ηλικίας του ασθενή απαιτεί ταχύτητα στην θεραπεία γιατί παράγονται συνεχώς νέα άρρωστα κύτταρα και οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, σε αντίθεση με τους ηλικιωμένους ασθενείς που η εξέλιξη της ασθένειας είναι πιο αργή.

            Ξεκίνησε τη θεραπεία ο Κωστής. Μια φορά την εβδομάδα θα του χορηγούσαν ενδοφλέβια την αγωγή που είχαν επιλέξει. Για τρεις περίπου μήνες. Και μετά, έλπιζαν όλοι να είχαν πετύχει.

            Ο πρώτος μήνας κύλησε γρήγορα και αισιόδοξα. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά. Βρίσκονταν σε καλό δρόμο και επέτρεψαν οι γιατροί στα χείλη τους να χαμογελάσουν λιγάκι. Τόσο μικρό παιδί, έπρεπε να σωθεί.

            Χτύπησε η πόρτα του γραφείου των γιατρών και δειλά, είδε η Βάσω, το πόμολο να γέρνει. Η μάνα του Κωστή αναψοκοκκινισμένη και αλαφιασμένη εμφανίστηκε. Πριν ακόμα μιλήσει η έρμη, κατάλαβε η γιατρός το πρόβλημα. Τα φάρμακα. Δεν μπορούσε να τα βρει. Κλειστά φαρμακεία, ΕΟΠΥ και τα γνωστά. Απ’ το ξημέρωμα στηνόταν στην ουρά έξω από το φαρμακείο αλλά τίποτα. Σε ένα έτρεχε αυτή, σε άλλο έτρεχε ο άντρας της αλλά δεν κατάφεραν να τα προμηθευτούν. Την καθησύχασε η Βάσω και την έστειλε να ψάξει αλλού, με την ελπίδα ότι την επόμενη μέρα θα τα έφερνε και θα γινόταν η θεραπεία με μια μόνο ημέρα καθυστέρησης.

            Όμως ούτε την επόμενη ούτε την μεθεπόμενη μέρα εμφανίστηκαν. Κι η Βάσω άρχισε να θορυβείται. Αυτή η καθυστέρηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Χανόταν πολύτιμος χρόνος. Άρρωστα αιμοσφαίρια παράγονταν με γοργούς ρυθμούς στο αίμα του Κωστή. Μέσα στο μυαλό της υπολόγιζε, μέτραγε: την τελευταία μέρα που έπεσαν τα φάρμακα στο αίμα, τι ακριβώς έγινε, πόσο διήρκησε και τώρα πόσα σκοτώνονται μα και πόσα γεννιούνται. Τα ‘βαλε στο χαρτί, ξανά και ξανά. Δεν της άρεσε αυτό που έβρισκε, έπρεπε την επόμενη μέρα να πάρει το παιδί τα φάρμακά του. Απαραίτητα. Ρώτησε τους συναδέλφους της. Συμφώνησαν μαζί της αλλά κι αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Υπήρχε έλλειψη.

            Ώρες πολλές το βασάνιζε το μυαλό της μέχρι που το αποφάσισε. Γύρισε το απόγευμα ξανά στο νοσοκομείο. Κοίταξε τη λίστα των ασθενών που θα έκαναν τις επόμενες μέρες την θεραπεία τους. Ευτυχώς υπήρχαν αρκετοί μεγάλοι, αρκετοί που ερχόντουσαν κάθε μήνα ή κάθε δυο μήνες και σίγουρα είχαν προλάβει να προμηθευτούν τα απαραίτητα φάρμακα. Πήρε τηλέφωνο στο σπίτι του Κωστή και τους ρώτησε ποιο φάρμακο τους λείπει. Τους είπε να τον φέρουν οπωσδήποτε την επόμενη στο νοσοκομείο κι ας μην τα έχουν όλα. Δεν έπρεπε να χάσουν το ραντεβού τους. Το ραντεβού με την ζωή. Έψαξε στο φαρμακείο και βρήκε αυτό που ζητούσε. Χρεωμένο όμως σε άλλους ασθενείς. Όλη τη νύχτα υπολόγιζε δοσολογίες. Έβγαζε 5ml από τον έναν, 10 από τον άλλο, μετέφερε τα ραντεβού που ήταν σίγουρη ότι δεν διέτρεχαν τον παραμικρό κίνδυνο μια-δυο μέρες αργότερα.

            Το επόμενο πρωί όταν έδωσε τις φιάλες στη νοσοκόμα  να τις περάσει στους ορούς του Κωστή και των υπολοίπων ήταν σίγουρη ότι είχε κάνει το σωστό. Είχε βοηθήσει ένα παλικάρι να παλέψει με την αρρώστιά του, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο όμως κάποιον άλλον ασθενή. Αυτή ήταν η δουλειά της. Γι’ αυτό είχε αποκτήσει αυτή τη γνώση, γι’ αυτό είχε αγωνιστεί. Για να μπορεί να βοηθάει, να γιατρεύει υπερπηδώντας τα εμπόδια. Εμπιστευόταν την κρίση της και είχε την βεβαιότητα της ορθότητας των πράξεών της. Αγαπούσε τη ζωή και τη σεβόταν. Προσπαθούσε να δίνει ζωή, αυτό μόνο, αυτό ήθελε.

Οι γονείς του παιδιού φέρανε σύντομα διπλή δόση ώστε να γίνουν όλα στην ώρα τους και να καλυφθούν και οι ανάγκες των υπολοίπων. Όμως δεν βρήκαν τη Βάσω εκεί. Είχε τεθεί σε αργία, αμέσως μόλις ενημέρωσε τον καθηγητή του τμήματος για τα όσα έκανε.

Μετά από εννέα μήνες η Βάσω ¨πέταξε¨ για Αγγλία. Η πατρίδα της δεν την είχε δικαιολογήσει. Το αποτέλεσμα της διοικητικής εξέτασης ήταν κατά της. Της έκοψαν την ειδικότητα και θα έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Την διέγραψαν από τον ιατρικό σύλλογο και δεν θα μπορούσε ποτέ να ασκήσει τη δουλειά της στην Ελλάδα.

Την ώρα που το αεροπλάνο απογειωνόταν η Βάσω χαμογέλασε στον ήλιο. Θα της έλειπε. Χαμογέλασε ξανά. Για τον Κωστή που ήταν καλά, για τους άλλους εμπλεκόμενους στην ¨υπόθεσή¨ της ασθενείς που ήταν κι αυτοί καλά και για τον εαυτό της που ένιωθε καλά γιατί είχε κάνει το σωστότερο λάθος.

Είχε δώσει ζωή, είχε αλλάξει ζωή.

Αντίο Μάριε…………


       Στις αρχές της σχολικής χρονιάς, μόλις που είχα μπει στην τάξη του καινούριου μου σχολείου, ένας δυνατός θόρυβος έκανε τα θρανία, τους τοίχους – κι εμένα μαζί – να τρέμουν. «Μην τρομάζετε κυρία, ο κόφτης του Σκαλτσά είναι» μου είπανε.

            Έτσι έμαθα τον κόφτη κι αμέσως μετά γνώρισα τον Μάριο………. Και το χαμόγελό του….

           

            «Να βγω λίγο έξω κυρία;»

            «Πάλι βρε Μάριε; Γιατί;»

            «Βαριέμαι εδώ, πνίγομαι….»

            Δεν τον χωρούσε η τάξη…….

            «Κυρία μπορεί να πάω στο ναυτικό, στα καράβια»

            «Είναι δύσκολο Μάριε να είσαι κλεισμένος σε ένα καράβι. Εσύ δεν κάθεσαι μια ώρα μέσα στην τάξη και θα αντέξεις στη θάλασσα;»

            «Μ’ αρέσουν τα ταξίδια…»

            Τα μακρινά…………

                     


             Και………… στις 18 Ιουλίου  του 2012 έφυγε… για το πιο μακρινό ταξίδι…

            Δεν υπάρχουν λόγια…. μόνο πόνος φρικτός!

           

            Μάριε, ήσουν μοναδικός… το είδες φαντάζομαι από κάπου ψηλά.

            Είδες την απέραντη οδύνη των γονιών σου, του αδερφού σου…..

            Είδες τα θολά βλέμματα των φίλων σου, άκουσες τους ¨κόφτες¨…

           

Και οι φίλοι σου είναι μοναδικοί. Στείλε τους ένα μήνυμα, κάνε τους ένα σινιάλο… να προσέχουν! Να καταλάβουν πόσο σημαντικός και αξιόλογος είναι ο καθένας τους και να προσέχουν τους εαυτούς τους.

            Ένα κράνος… θα σε κράταγε κοντά μας!!!!!

           

            Θα σε θυμάμαι πάντα…


                                                                        Η καθηγήτρια σου

                                                                   http://eam.gr/%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B2%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%BD/838

Τα «κακά» παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Αμαλιάδας


Προχθές στην τάξη συζητούσαν πως θα μαζέψουν λεφτά για να μπορέσουν να πάνε στην πενθήμερη εκδρομή τους. Ημερολόγια και … Η ιδέα της χοροεσπερίδας απορρίφθηκε.

¨Γιατί όχι;¨ ρώτησα.

¨Ποιος θα έρθει σε μας δασκάλα;¨

Ξαφνιάστηκα ενώ δε θα ‘πρεπε, αφού καθημερινά βιώνω κι εγώ την ρετσινιά του ΕΠΑΛ ή όπως συνηθίζεται του Τεχνικού. Άλλο να σου πει το παιδί σου θέλω να πάω στην χοροεσπερίδα του Λυκείου κι άλλο στου Τεχνικού. Και μόνο που σκέφτεσαι τόσους έφηβους με μηχανάκια ανατριχιάζεις – ειδικά αν είσαι γονιός κοπελιάς… Έχει αναρωτηθεί κανείς μας πως  ανεξάρτητα από το ποιος οργανώνει τις εκδηλώσεις οι νέοι της περιοχής μας συναντιούνται και συναναστρέφονται ο ένας τον άλλο;

Ακούω διαμαρτυρίες και γκρίνιες από συναδέλφους Γυμνασίων ότι οι μαθητές μας πηγαίνουν έξω απ’ τα σχολεία τους και ενοχλούν. Οι μαθητές μας ήταν μαθητές τους μέχρι χθες… Μεταλλάχθηκαν μέσα σε λίγο καιρό επειδή πήγανε σε επαγγελματικό λύκειο και όχι σε γενικό;

Ο πεζόδρομος είναι γεμάτος από τους μαθητές μας. Όλο γυρνάνε για καφέ, κάνουν βόλτες κλπ, κλπ. Το ότι το κράτος και οι υπεύθυνοι καλύπτουν πρώτα τα κενά των καθηγητών στα υπόλοιπα σχολεία και τελευταία των ΕΠΑΛ, παίζει καθόλου στο μυαλό των κατηγορούντων; Ότι τα σχολεία ανοίξανε πριν δυο μήνες και εμείς έχουμε τμήματα ειδικοτήτων που κάνουν τις μισές ώρες από το τριανταπεντάωρο πρόγραμμά τους, οπότε σχολάνε στις έντεκα και πηγαίνουν οι μαθητές για το …καφεδάκι τους, το ‘χουν αναλογιστεί; Όπως επίσης ότι μεγάλος αριθμός μαθητών έρχεται από τα χωριά του κάμπου ή της Πηνείας και κατ’ ανάγκη θα πρέπει κάπου να «βρίσκεται» μέχρι να μεσημεριάσει και να φύγει με το μοναδικό δρομολόγιο του ΚΤΕΛ.

Είναι κρίμα να βάζουμε ταμπέλες στους ανθρώπους και ειδικότερα στους μαθητές. Είναι κρίμα να βλέπουμε μόνο το περιτύλιγμα.

Στην παρέλαση – το περιτύλιγμα άσπρο-μπλε για όλους – ο εξάχρονος γιος μου αναφώνησε:

¨Όλοι αυτοί είναι μαθητές σου; Μα αυτοί είναι άντρες. Αυτοί είναι κύριοι!¨

Ναι είναι κύριοι,

γιατί οι μαθησιακές τους αδυναμίες δεν τους εμπόδισαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους

γιατί υποστηρίζουν τα ενδιαφέροντά τους και τις κλίσεις τους

γιατί οι περισσότεροι δουλεύουν για να βοηθήσουν την οικογένειά τους

γιατί προσφέρουν πάντα εθελοντικά τη βοήθειά τους στο σχολείο μας – που κατασκευάστηκε πριν σαράντα περίπου χρόνια…

Επίσης γιατί όταν βλακωδώς σκόνταψα κι έπεσα – σε άκρως γελοία στάση, πιστέψτε με – στο παλαιότατο προαύλιο μας, κανείς δε γέλασε παρά τρέξανε να με σηκώσουνε! Όταν το αυτοκίνητό μου χρειάστηκε μια επιδιόρθωση προσφέρθηκαν να την κάνουν οι ίδιοι για να γλιτώσω τα εργατικά έξοδα. Και για αρκετούς ακόμα λόγους….

 Έχουν θεατρική ομάδα, μουσικό σχήμα, ομάδα ραδιοφώνου…


Και προσπαθούν λοιπόν να μαζέψουν λεφτά για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν την εκδρομή τους.

Στις μέρες που ζούμε, οικονομικά είναι όλα ¨μαύρα¨ και είναι δύσκολο να τα καταφέρουν.

Υπήρξαμε νέοι και θυμόμαστε τι σημαίνει εκδρομή…

Αν σας ζητήσουν να αγοράσετε ένα ημερολόγιο και μπορείτε (αντέχετε οικονομικά) να το πάρετε, πάρτε το κι ας είναι από τα «κακά» παιδιά μας…

Αν κάποιος από σας έχει κάτι άλλο να προτείνει καλοδεχούμενο.

Αληθινά αξίζει τον κόπο…

 

                                                                        Άννα Κοκκίνου

                                                            Εκπ/κος 1ου ΕΠΑΛ Αμαλιάδας

                                                           

ΥΓ. Ας με συγχωρήσουν οι κούκλες του σχολείου μας που δεν αναφέρονται στο παραπάνω κείμενο.

Οκτώβριος 2012 

Ευλογημένος τόπος


 
            Δε μου αρέσει να ασκώ κριτική. Κι όταν απαιτείται προσπαθώ να αποδιώξω τους προσωπικούς παράγοντες που ενδεχομένως θα με επηρέαζαν και παλεύω να δω την αντικειμενική εικόνα.

            Ηλεία. Ευλογημένος τόπος. Ξεκουράζεται η ματιά στις εύφορες πεδιάδες. Ο Πηνειός, ο Αλφειός και ο Λάδωνας δροσίζουν την καρδιά της. Κι ένα κορίτσι, το μοναδικό της Ελλάδας, η Νέδα χαϊδεύει την άκρη της. Ατέλειωτες παραλίες με χρυσαφένια καυτή άμμο. Ξαπλώνουν τα κορμιά και τους στεγνώνει τα δάκρυα της ψυχής τους. Δροσερό και γαλαζοπράσινο το Ιόνιο ταξιδεύει τα όνειρά τους.

            Αυτόν τον τόπο διάλεξε η μυθολογία για να στείλει τον Ηρακλή να πραγματοποιήσει τους άθλους του: να καθαρίσει τους στάβλους του  Αυγέα, να συλλάβει τον Ερυμάνθειο κάπρο.

            Ελιές που ασημίζουν στο φύσημα τ’ αγέρα και πρόσφεραν το έπαθλο στους Αρχαίους Ολυμπιακούς αγώνες. Ένας κότινος. Πνεύμα αθάνατο. 776πΧ. Σε αυτό το κομμάτι γης προγυμνάστηκαν κι αγωνίστηκαν αγνοί άνθρωποι με ιδεώδη. Χτίστηκαν εξαίρετα μνημεία, ναοί, θέατρα. Ίλιδα, Ολυμπία,  Επικούρειος Απόλλωνας.

21ος αιώνας μΧ. Στα εύφορα εδάφη της καλλιεργούνται φυτά για την παραγωγή εξαρτησιογόνων ουσιών. Η Ηλεία κατατάσσεται στον πάτο της λίστας όλων των νομών της Ελλάδας όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη. Παίρνει την πρωτιά σε πανελλήνιο επίπεδο στη μαθητική διαρροή. Το 25% των παιδιών της δεν  ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση. Οι δήμαρχοι προσπαθούν να κλείσουν σχολεία για να εξοικονομήσουν χρήματα. Οι εκπαιδευτικοί αγχώνονται για την οργανική τους θέση. «Όπου κλείνει ένα σχολείο ανοίγει μια φυλακή».

Το 2007 καίγεται ο φυσικός της πλούτος μαζί με ένα κομμάτι του αρχαιολογικού χώρου στα Ολύμπια. Γιατί δε λειτούργησε το σύστημα πυρόσβεσης;

Το 2012 κλάπηκαν κειμήλια από το μουσείο Αρχαίας Ολυμπίας. Γιατί δεν υπήρχαν φύλακες; Τι έγινε με το σύστημα ασφαλείας;

 Ευλογημένος τόπος. Εύφορος. Γεννάει μπουμπούκια που ανθίζουν και ξεχωρίζουν. Τάκης Δόξας, Χρίστος Λάσκαρης, Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Γιώργης Ζάρκος, Τάκης Σινόπουλος, Αντώνης Σιμιτζής, Βύρων Δάβος, Περικλής Ιακωβάκης, Αχιλλέας Παπαδημητρίου. Και πολλοί άλλοι. Που δεν τους ξέρω γιατί τούτος ο τόπος που ταξιδεύει στους αιώνες, δεν τιμάει τα παιδιά του. Δεν σέβεται το παρελθόν και τις παραδόσεις του.

Γίνομαι πάλι αντιπαθής γιατί τολμώ να κρίνω. Και κρίνω αυστηρά τους σύγχρονους Ηλείους που γυρνούν τη πλάτη στον τόπο τους και αγνοούν την ιστορία της. Δε διδάσκουν στα παιδιά τους να ‘ναι περήφανα για τη γενέτειρά τους. Τα σχολεία και οι πλατείες θα ‘πρεπε να ‘ναι γεμάτα βιβλία, αφίσες, εκδηλώσεις προς τιμή των Ηλείων που διαπρέπουν ανά την υφήλιο. Οι δρόμοι να ‘χουν τα ονόματά τους. Οι νέοι να νουθετούνται και να παραδειγματίζονται από το έργο των συμπολιτών τους.

Για να σταθεί το δέντρο χρειάζεται ρίζες. Γερές. Και η Ηλεία προσφέρεται για γερά δέντρα.

 

 

25/3/12                                                                                   

Δάσκαλε, που δίδασκες….


            Είμαι εκπαιδευτικός κι έχω πολλές φορές διαπληκτιστεί  με φίλους, γνωστούς και αγνώστους για την ιδιαιτερότητα του επαγγέλματός μου σε σχέση με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Πρέπει πάντα, ανεξάρτητα από τα προσωπικά θέματα που με απασχολούν, να δίνω στους μαθητές μου αυτό που τους οφείλω. Να μην παρασύρομαι από τις δικές μου ιδέες, να μην προσηλυτίζω τα παιδιά στις δικές μου ιδεολογίες, να μην τους φορτώνω τις δικές μου εντάσεις.

            Τον τελευταίο καιρό, με όλα αυτά τα γεγονότα που μαστιγώνουν τον τόπο μας, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Δεν είπα στους μαθητές μου θα σας μάθω λιγότερα γιατί πληρώνομαι λιγότερο. Όπως επίσης δεν το είπε και το πλήθος των συναδέλφων που γνωρίζω.  Προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε και να στηρίξουμε μέσα στις τάξεις τα παιδιά που καλούνται ξαφνικά να χρεωθούν τα λάθη των προηγούμενων γενεών.  Σε όλες τις οικογένειες καθημερινά συζητιούνται τα οικονομικά τους προβλήματα. Δε χρειάζεται και στο σχολείο τα παιδιά να βιώνουν τις ίδιες αγχωτικές καταστάσεις.

            Είδα συναδέλφους που βοήθησαν αφιλοκερδώς και εκτός ωραρίου μαθητές που προετοιμάζονταν για τις πανελλήνιες εξετάσεις και δεν είχαν να πληρώσουν φροντιστήρια. Είδα γυμναστές να γυμνάζουν παιδιά που θα εξεταστούν σε διάφορα αθλήματα, προκειμένου να εισαχθούν σε κάποια στρατιωτική κλπ. σχολή, πάλι δωρεάν. Είδα συναδέλφους αδιόριστους, ελεύθερους επαγγελματίες δηλαδή, που δεν σταμάτησαν να διδάσκουν τους μαθητές τους κι ας μην είχαν οι γονείς να πληρώσουν – και πληρώνουν φόρο που αναλογεί στις εγγραφές και όχι στις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής .

 Γιατί απλά νοιαζόμαστε. Γιατί αν δεν προάγουμε εμείς τουλάχιστον τις χαμένες αξίες που είμαστε και παιδαγωγοί, τότε ποιος…;

            Επίσης είδα στην μικρή μας πόλη να ανθίζει ο εθελοντισμός. Να βοηθάει ο ένας τον άλλον με όποιο τρόπο μπορεί. Παρακολούθησα ένα πρόγραμμα στη «Φιλοτεχνική» της Βιβλιοθήκης Αμαλιάδας όπου άνθρωποι με μεράκι και όρεξη δίδαξαν εθελοντικά και δωρεάν στους συμπολίτες τους την τέχνη τους, τις γνώσεις τους, τις όποιες δεξιότητες είχε ο καθένας. Έτσι, όχι μόνο αποκτήσαμε κάποια εφόδια αλλά, σαν ¨μαθήτρια¨ μπορώ να πω, ότι ξεφύγαμε από την πιεστική και αγχωτική καθημερινότητα μας. Αρνηθήκαμε την μιζέρια που μας υποβάλει η τηλεόραση.

            Είδα γονείς να βάζουν δυο σάντουιτς στην τσάντα του παιδιού τους, για να φάει κι ο φίλος του. Είδα νηπιαγωγούς να αγοράζουν κολατσιό για τους μαθητές που το ταπεράκι τους ήταν άδειο. Είδα ιδιοκτήτες κυλικείων να κερνάνε κι ας μην βγάζουν τώρα πια ούτε τα έξοδά τους…

            Κι ένιωσα όμορφα που ξύπνησε το ήθος μας από τη χειμερία νάρκη όπου βρισκόταν πολύ καιρό. Σκέφτηκα ότι, επιτέλους, θα εκτιμήσουμε τις πραγματικές αξίες της ζωής. Θα μάθουμε να απολαμβάνουμε τις στιγμές μας. Πίστεψα ότι αυτό που όλοι ονομάζουμε ¨οικονομική κρίση¨ θα αναδείξει τελικά την ανθρωπιά και την ποιότητα του χαρακτήρα μας.

            Όμως, πριν λίγες μέρες βρέθηκα αντιμέτωπη  και – ειλικρινά – παντελώς απροετοίμαστη με τη φασιστική συμπεριφορά ενός δάσκαλου απέναντι στο παιδί μου αρχικά και αργότερα σε εμένα. Για ένα απλό θέμα για τους ενήλικες, ιδιαίτερα σημαντικό για ένα εντεκάχρονο. Έμεινα άναυδη απ’ τον τρόπο που μου μίλησε, την επιθετικότητα και την αγριότητα του ύφους του. Έχασα την αισιοδοξία μου και την ελπίδα που είχα ότι εξελισσόμαστε και βελτιωνόμαστε. Απογοητεύτηκα.

Από εκείνη την ημέρα στέκομαι φοβερά προβληματισμένη απέναντι στο χαρτί μου. Αν πρέπει να γράψω ή όχι…

Σκέφτομαι τους μαθητές του. Αν κατάφερε να επηρεάσει εμένα τόσο αρνητικά, που αν μη τι άλλο έχω αναπτύξει και τόσες άμυνες, τι στο καλό γίνεται με αυτά τα παιδιά; Τι έζησαν μαζί του αυτή τη χρονιά;

Επειδή, λοιπόν, δεν πρόκειται μόνο για ¨οικονομική¨ κρίση αλλά και ηθική και πολιτιστική…

Επειδή ο γιος μου δεν του απάντησε, σκεπτόμενος τον μικρότερο αδερφό του (φοβούμενος μην ξεσπάσει αργότερα πάνω του)…

Επειδή θέλω τα παιδιά μου να τηρούν τις υποχρεώσεις τους, να αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους και να νιώθουν ασφαλή μέσα στα όρια της ατομικής τους ελευθερίας.

Επειδή κανείς δεν έχει το δικαίωμα να υποβαθμίζει την αξία του άλλου και να υποτιμά τον κόπο του.

Επειδή τα παιδιά μας ήδη πληρώνουν τα λάθη μας…

Επειδή το μόνο που μας απέμεινε είναι η αξιοπρέπεια, η ελευθερία λόγου και η ελπίδα…

Και τέλος επειδή η ιδεολογία υπάρχει μόνο στους απλούς πολίτες κι όχι στους πολιτικούς…

Κύριε δάσκαλε και δημοτικέ σύμβουλε,

παραιτηθείτε και ακολουθήστε καριέρα πολιτικού, σε όποιο κόμμα ή παράταξη σας ταιριάζει – η φασιστική σας συμπεριφορά παραπέμπει σε άλλο χώρο απ’ αυτόν που δηλώνετε. Ή βγείτε σε σύνταξη - εσείς τουλάχιστον μπορείτε- και δώστε την ευκαιρία στους επόμενους μαθητές να διδαχθούν από έναν νέο άνθρωπο, που η ανεργία και το άγχος για το μέλλον τον έμαθαν να εκτιμά.

Τα σημερινά παιδιά χρειάζονται δάσκαλους όχι μόνο να τα μορφώνουν αλλά και να τα εμψυχώνουν. Δεν αντέχουν άλλη ισοπέδωση. Δεν είναι σάκοι να ξεσπάνε όλοι πάνω τους.

           

Υ.Γ. 1 Καθυστέρησα την δημοσίευση λόγω εκλογών.

Υ.Γ.2 Το 1ο δεκαήμερο του Ιουλίου γίνονται οι αιτήσεις των εκπαιδευτικών για συνταξιοδότηση.

 

Ιούνιος 2012

             

 

           

 

Τα λόγια χάνονται… πετούν…


Τα λόγια χάνονται, πετούν, σκορπίζονται… Τα γραπτά μένουν. Ζουν για πάντα. Για να μελετούνται, να υπενθυμίζουν, να διαιωνίζουν, να τεκμηριώνουν.

Τα λόγια πολλές φορές δεν… λέγονται. Γιατί δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, γιατί δεν θέλει να ακούσει ο άλλος, γιατί πληγώνουν. Και για άλλους χίλιους λόγους. Τα γραπτά όμως, είναι αλλιώς. Ολοκληρωμένα. Για αυτούς που θέλουν να τα διαβάσουν. Για όσους επιλέξουν να μοιραστούν τα ¨κομμάτια¨ μου.

Τα γραπτά μου πιστοποιούν πως σκέφτομαι, πως έχω άποψη, εμπειρίες και γνώση. Φανερώνουν όσα ένιωσα κι όσα βίωσα. Αυτά που είδα, αυτά που πρόσεξα στις ζωές των άλλων. Όσα βλέμματα και κρυφά μηνύματα μπόρεσα να αποκρυπτογραφήσω.

Είναι φορές που, χείμαρρος οι λέξεις μέσα μου, με πνίγουν. Ποτάμια κυλούν στα δάχτυλά μου μέχρι να αποτυπωθούν στο χαρτί. Με παρασύρουν και με ταξιδεύουν στο παρελθόν, στο μέλλον. Σε όσα έζησα και σε όσα θα ήθελα να ζήσω. Σ’ αυτά που γίνανε και δεν αλλάζουν στ’ αλήθεια. Οι λέξεις οι δικές μου όμως στο χαρτί, μπορούν να τα αλλάξουν. Να δώσουνε πνοή σε ότι θέλω. Να δώσουνε ελπίδα. Να σβήσουν εφιάλτες, να πραγματοποιήσουν όνειρα.

Είναι εικόνες απ’ τη ζωή που νιώθω ότι πρέπει να ζωγραφίσω με λόγια. Δεν ξέρω για ποιον το κάνω. Για μένα ή για τους άλλους. Ίσως για μένα γιατί μπαίνουν οι σκέψεις μου σε μια σειρά και νιώθω καλύτερα. Ίσως για να τα διαβάσουν άλλοι και να καταφέρω να μοιραστώ όσα θάβω μέσα μου. Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει να το βρω.

Αισθάνομαι σα να κυοφορώ ένα παιδί-βιβλίο μέσα μου. Όχι στη μήτρα μου, μα στην καρδιά και στο μυαλό μου. Κι αν ποτέ γεννηθεί θα ‘μαι περήφανη γιατί θα είναι ολότελα δικό μου. Και θα ‘ναι ίδιο μου.

Αξιολόγηση σχολικών μονάδων – Αξιολόγηση εκπαιδευτικών


            Μετρήσιμες μονάδες. Ποσοστά επιτυχίας στην εισαγωγή των μαθητών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αριθμός φοιτούντων μαθητών…

            Όχι εγγεγραμμένων. Φοιτούντων. Που ολοκλήρωσαν τη σχολική χρονιά. Η σχολική μονάδα θα κριθεί βιώσιμη μόνο αν φοίτησε σε αυτήν ικανοποιητικός αριθμός μαθητών. Είναι άραγε ευθύνη της εκάστοτε σχολικής μονάδας η πρόσβαση σε αυτή; Η μεταφορά των μαθητών από τις απομακρυσμένες περιοχές που λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας στη φοίτηση ενός μεγάλου αριθμού παιδιών χρεώνεται στο ίδιο το σχολείο ή στους υπηρετούντες εκπαιδευτικούς. Έρευνες για τον έλεγχο και την αποτροπή της μαθητικής διαρροής δεν υπάρχουν. Αξιολογείται το αποτέλεσμα και όχι η αιτία του προβλήματος. Όσο λιγότεροι μαθητές τόσο λιγότερα σχολεία. Μειώνονται τα έξοδα.

            Εξάχρονοι μαθητές της Α’ Δημοτικού σε όλη την ελληνική επαρχία ξυπνάνε το χάραμα – νωρίτερα ίσως από πολλούς εργαζόμενους ενήλικες – μπαίνουν ασυνόδευτοι στο λεωφορείο της γραμμής για να πάνε στο σχολείο τους. Περιμένουν το δρομολόγιο της επιστροφής τουλάχιστον μιάμιση ώρα μετά τη λήξη των μαθημάτων τους. Η κούραση και η ταλαιπωρία τους δεν παίζουν ρόλο στην πρόοδό τους. Ο δάσκαλος έχει την ευθύνη για τυχόν αποτυχία τους.

            Ισοπέδωση. Αποτελέσματα. Ποσοστά. Να κλείσει το σχολείο στο οποίο οι μαθητές δεν απέδωσαν τα μέγιστα. Να κριθούν αρνητικά οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται σε αυτό. Οι γιατροί που δεν κατάφεραν να θεραπεύσουν ασθενείς πάσχοντες από ανίατες ασθένειες να απολυθούν.

Στοχοθεσία. Βαρύγδουπη λέξη. Νεόφερτη στο λεξιλόγιό μας. Να θέσουν οι εκπαιδευτικοί τους στόχους τους και να κριθούν για την επίτευξή τους. Ποιοι ακριβώς μπορεί να είναι αυτοί; Η ολοκλήρωση της διδακτέας ύλης. Ένας. Η κατανόησή της, δεύτερος. Η εμπέδωση τρίτος. Για ποιους όμως; Για τους καλούς μαθητές; Κι οι αδύναμοι πως θα ακολουθήσουν; Κι αν φρενάρουν τη διδασκαλία, κάνουν επαναλήψεις για να βοηθηθούν αυτοί και δεν ολοκληρωθεί η ύλη, χάνουν το στόχο. Άρα τι; Είναι ανίκανοι; Αξιολογούνται αρνητικά; Το σχολείο είναι παραγωγική μονάδα, όχι όμως εργοστάσιο. Στο σχόλασμα δεν μετράνε τα παραγόμενα προϊόντα. Δεν πετάνε τα ελαττωματικά στον κάδο.

Στις μικρές κοινωνίες των σχολείων συμβαίνουν όπως και στην ευρύτερη κοινωνία αναπάντεχα γεγονότα. Θέλουμε το εκπαιδευτικό αμέτοχο σε αυτά; Απλά υπηρεσιακό; Να επιτελεί το στόχο του, να διδάσκει την ύλη του και να γυρνάει την πλάτη στους προβληματισμούς των παιδιών. Να τους αφήνει να χάνονται στους δικούς τους κυκεώνες. Οι γονείς προσδοκούν για τα παιδιά τους μόνο τη μάθηση απ’ το σχολείο; Θα κατηγορήσουν τον εκπαιδευτικό για τις δέκα σελίδες που μείνανε αδίδακτες από το βιβλίο ή που δεν προστάτευσε το παιδί τους όταν χρειάστηκε; Δεκαπεντάχρονες μαθήτριες ερωτεύονται και φεύγουν κρυφά από το σχολείο για να συναντήσουν τους αγαπημένους τους. Παρασύρονται από μεγαλύτερους άντρες σε δρόμους καταστροφικούς. Ο εκπαιδευτικός που πρωτίστως είναι παιδαγωγός  και άνθρωπος, θα αντιληφθεί την απουσία τους, θα προβληματιστεί, θα ρωτήσει και θα ερευνήσει. Θα προσπαθήσει να τις φέρει πάλι στην αίθουσα. Θα επιχειρηματολογήσει για να τις πείσει. Θα αφιερώσει το χρόνο του για τα «παιδιά» του. Κι ας μην κερδίζει μονάδες στην αξιολόγησή του. Κι ας μην επιτυγχάνει τη στοχοθέτηση.

Ο λογιστής της εφορίας τον Ιούνιο ελέγχει τις φορολογικές δηλώσεις και κάνει την εκκαθάριση του φόρου. Το μεσημέρι γυρνάει σπίτι του κουρασμένος, με πονοκέφαλο. Όχι όμως προβληματισμένος γιατί ο τάδε φορολογούμενος θα πληρώσει ένα μεγάλο ποσό ή γιατί θα του χρεώσει πρόστιμο. Ο καθηγητής την ίδια εποχή θα γυρίσει σπίτι του με το φάκελο των εξετάσεων στη μασχάλη. Θα στενοχωρηθεί για τους μαθητές που δεν τα πήγαν καλά και μπορεί να χάσουν τη χρονιά τους. Θα αναρωτηθεί μήπως είναι δική του ευθύνη, αν τα ερωτήματα που έθεσε ήταν σαφή, αν τα είχε διδάξει σωστά. Θα απογοητευτεί από κάποια γραπτά, θα ενθουσιαστεί από κάποια άλλα.

Η πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων κάθε μεσημέρι σχολάει. Οι εκπαιδευτικοί; Όχι πάντα. Κλείνουν την τάξη τους και φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους ένα μέρος της δουλειάς τους. Απορίες, προβλήματα. Γνωστικά και μη. Βλέμματα, ανησυχίες. Ο δάσκαλος σε αρκετές περιπτώσεις ζει καθημερινά περισσότερες ώρες με τους μαθητές του απ’ ότι αυτοί με τους γονείς τους. Και αντίστροφα, μπορεί να αφιερώνει περισσότερο χρόνο σε αυτούς απ’ ότι στα βιολογικά του παιδιά.

Κάποια σχολικά εργαστήρια είναι άδεια. Κάποια άλλα διαθέτουν εξοπλισμό τουλάχιστον εικοσαετίας. Ελάχιστα πληρούν τις προδιαγραφές και καλύπτουν τις απαιτούμενες μαθησιακές ανάγκες. Υπάρχουν σχολικά κτίρια ερείπια. Χωρίς σχολικές βιβλιοθήκες, χωρίς φωτοτυπικά μηχανήματα, χωρίς χαρτί. Πίνακες φθαρμένοι που δε γράφει η κιμωλία. Σύγχρονοι υαλοπίνακες που δεν χρησιμοποιούνται γιατί δεν υπάρχουν μαρκαδόροι – στοιχίζουν ακριβά. Θρανία τόσα όσοι και οι μαθητές. Ευτυχώς. Για τους εκπαιδευτικούς δεν ισχύει το ίδιο. Ένα γραφείο, μια καρέκλα για τρεις. Ένα συρτάρι για τον καθένα. Ένας Η/Υ για όλους. Είναι σαφώς υποχρέωση τους να διαθέτουν δικό τους Η/Υ, σύνδεση στο διαδίκτυο, εκτυπωτή, αναλώσιμα. Όπως επίσης και προσωπική βιβλιοθήκη για να επιτελούν το έργο τους. Ο ηλεκτρολόγος της ΔΕΗ αγοράζει τον γερανούλη για να αλλάζει τις καμένες λάμπες στις κολώνες;

Το 2010 μερικές σχολικές μονάδες – Δημοτικά και Γυμνάσια – εξοπλίστηκαν με διαδραστικούς πίνακες. Ένα, πραγματικά,  καταπληκτικό εργαλείο για την εκπαίδευση. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε όμως – από την εκδήλωση ενδιαφέροντος έως την απόκτηση αυτών – ήταν καθ’ όλα ευθύνη των εκπαιδευτικών κάθε σχολείου. Χρειάστηκε κάποιοι απ’ αυτούς να ασχοληθούν προσωπικά, να ενημερωθούν για τα είδη, τις ιδιότητες, τις προδιαγραφές κ.λπ, να δεχθούν προσφορές, να διενεργήσουν διαγωνισμούς, να εργασθούν εκτός ωραρίου. Και αργότερα να αφιερώσουν αρκετό χρόνο ώστε να μπορέσουν – μόνοι τους -  να μελετήσουν και να προσαρμόσουν το λογισμικό των μαθημάτων στη διδασκαλία τους με τη χρήση των διαδραστικών συστημάτων. Στις λοιπές δημόσιες υπηρεσίες υπεύθυνοι για τον εξοπλισμό είναι οι ίδιοι οι υπάλληλοι; Το ΥΠΕΧΩΔΕ προσφέρει στα έργα που εκτελεί επιλεκτικά τα απαιτούμενα; Άλλοι έχουν εκσκαφείς κι άλλοι αξίνες;

            Ποιοι πίνακες λοιπόν μπορούν να μετρήσουν το έργο του εκπαιδευτικού; Πως γίνονται μετρήσιμα όλα; Υπάρχει φόρμουλα που θα υπολογίσει δίκαια και θα λάβει υπόψη της όλες αυτές τις παραμέτρους; Το γνωστικό αντικείμενο δεν πιστοποιείται με το πτυχίο;

            Ο εκπαιδευτικός είναι λειτουργός. Αξιολογείται και κρίνεται διαρκώς από τους μαθητές του. Ξεγυμνώνεται καθημερινά στα μάτια τους. Κλειδώνει μέσα του τυχόν προσωπικά προβλήματα και στέκεται ορθός μπροστά τους. Λειτουργεί ως πρότυπο – καλώς ή κακώς.

            Ναι στην αξιολόγηση που αποσκοπεί στη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των σχολικών μονάδων. Την αξιολόγηση που έχει σκοπό την επιμόρφωση και τον έλεγχο των εκπαιδευτικών.

            Ναι στην αξιολόγηση από ανθρώπους που έχουν μπει μέσα σε σχολεία, που έχουν κοιτάξει κατάματα τόσα αθώα προσωπάκια, που έχουν βιώσει την καθημερινότητα με όλες τις αντίξοες συνθήκες μέσα στην τάξη. Όχι από αυτούς που κάθονται σε κάποιο περιποιημένο γραφείο μελετώντας στατιστικά στοιχεία και άψυχες έρευνες.

            Η παιδεία χρειάζεται ενδυνάμωση κι όχι αποδεκατισμό.

Τέλη Αυγούστου 1997


 
            Κουράστηκα να διασχίζω βουνά. Από τη μια άκρη της Πελοποννήσου στην άλλη. Να ανεβοκατεβαίνω. Πριν λίγη ώρα, κάπου στο βάθος του ορίζοντα διέκρινα τη γραμμή της θάλασσας. Κοντεύω να φτάσω στην πόλη που διορίστηκα και που προφανώς θα ζήσω για λίγο καιρό. Στην Αμαλιάδα.

Επιτέλους. Βλέπω τα πρώτα σπίτια. Κατηφορίζω σιγά-σιγά. Μια εκκλησία στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Δεν προλαβαίνω να δω και πολλά καθώς οδηγώ. Πρέπει να προσέχω και τις λακκούβες. Μόλις απέφυγα μια που θα με έστελνε να κολυμπήσω κατευθείαν στον Ειρηνικό, αν έπεφτα μέσα. Κυλά το hondaκι μου στην τελευταία στροφούλα και ακινητοποιείται πίσω από μια σειρά λεωφορείων. Κλείνω το aircontiction και ανοίγω τα παράθυρα να μπει λίγος καθαρός αέρας. Μάταια. Η κάψα του καλοκαιριού, η αυξημένη υγρασία, οι εξατμίσεις των λεωφορείων και των υπόλοιπων μηχανοκίνητων βασανίζουν τα πνευμόνια μου. Θέλω να φύγω γρήγορα. Το ίδιο και τα δέντρα της πλατείας που βρίσκεται αριστερά μου. Δεν τα χωράει τούτος ο τόπος. Έχουν βγάλει τις ρίζες τους έξω απ’ το έδαφος, έτοιμες να γίνουν πόδια και να τρέξουν. Ναι, αλήθεια. Είναι έτοιμα να φύγουν. Έχουν ανασηκώσει το χώμα γύρω τους, έχουν ραγίσει τις πλάκες και, πανύψηλα, αγανακτισμένα, με κλαδιά – χέρια χαράσσουν στον αέρα μια πορεία νότια, προς τη θάλασσα νομίζω.

Βρίσκω μια θέση και παρκάρω. Πρέπει να πάρω πληροφορίες. Βγαίνω από το αυτοκίνητο. Μια μυρωδιά μιζέριας αγγίζει τα ρουθούνια μου. Με ζαλίζει. Πνίγομαι. Κάπου πρέπει να καθίσω. Παραπατάω στο χώμα του πεζοδρομίου ενώ αναρωτιέμαι μήπως έκανα λάθος, μήπως δεν είναι αυτός ο προορισμός μου. Δε μπορεί στο κέντρο μιας πόλης στα τέλη του 20ου αιώνα να μην υπάρχουν πλάκες στα πεζοδρόμια. Περνάω απέναντι στο δρόμο και βαδίζω στην πλατεία. Να βρω ένα παγκάκι να ακουμπήσω λίγο, να συνέλθω. Προσέχω μην πατήσω τις ρίζες - πόδια. Προσέχω επίσης μην με πατήσουν αυτές. Ακουμπώ επιφυλακτικά σε ένα άθλιο παγκάκι κι ας ξέρω ότι είμαι λιποβαρής. Ανάβω ένα τσιγάρο, μήπως η έλλειψη νικοτίνης ευθύνεται για τη μαυρίλα που με πλακώνει. Μια φωνή πίσω μου ακούγεται: «Μην πατάτε τα λουλούδια, μην πατάτε τα λουλούδια.» Δεν πάει καλά ο κόσμος, σκέφτομαι. Αφού δεν υπάρχει εδώ ούτε ένα φύλλο χορταριού. Γυρνώ και βλέπω ποιος φωνάζει. Ένας ψηλός, γενειοφόρος, με στολισμένο στέρνο περισσότερο κι από λατέρνα. Σφυρίχτρες, χαϊμαλιά. Τα πάντα κρέμονται από το λαιμό του. Η μορφή του άγρια, πρωτόγονη. Το βλέμμα του γλυκό, μελωμένο. Μ’ ανακουφίζει, με ηρεμεί η παρουσία του. Πιότερα από τους άλλους ανθρώπους, τους λογικούς, που βαδίζουν γύρω μου. Σκυφτοί, απεριποίητοι, αχτένιστοι, μελαχρινοί. Με σκούρα ρούχα μες στο καταμεσήμερο. Το χειμώνα τι θα φοράνε, μονολογώ. Θα δεις, μου απαντά μια εσωτερική φωνή κι ανατριχιάζω.

Στη μέση της πλατείας δεσπόζει ένα παλιό κτίριο. Όμορφο, διαφορετικό. Παραμελημένο. Όπως όλα εδώ. Πως θα ζήσω με αυτούς; Με ανθρώπους που δεν σέβονται τον τόπο τους; Που δεν εκτιμούν την οποιαδήποτε κληρονομιά τους; Έχω την εντύπωση πως πρόκειται για μια κοινωνία απαίδευτη, οπισθοδρομική, μίζερη και αδιάφορη. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά όλα αυτά που είδα μέσα σε λίγα λεπτά. Που να προσθέσω και τα σκουπίδια. Σα να μου επιτίθονταν από κάθε γωνιά νιώθω, σαν να ‘μαι εγώ η παρείσακτη στην πόλη κι όχι αυτά.

Αρχίζω πάλι να αναρωτιέμαι μήπως έχω κάνει λάθος. Λάθος πόλη, λάθος σημείο, λάθος ζωή.

 

Αι στο...


           Πάλι! Σε νιώθω πάλι μέσα μου να φουσκώνεις, να μεγαλώνεις, να με πλημμυρίζεις. Μου κόβεις την ανάσα. Η κραυγή δε λέει να βγει. Τα δάκρυα, λυτρωτικά, έπαψαν να κυλούν εδώ και χρόνια. Κι εσύ είσαι ακόμα, πάντα εκεί να με πνίγεις.

            Εσύ-εγώ. Εγώ-εσύ. Δεν ξέρω ούτε το όνομά σου. Συνείδηση, υποσυνείδητο, ή εαυτός. Δεν ξέρω πώς να σε ονομάσω, δεν ξέρω καν αν είμαι εγώ, αν είσαι εσύ. Πάντως με πνίγεις…

             Μου λες ¨άστο¨ όταν με μειώνουνε. ¨Μείνε στο ύψος σου¨ επιμένεις. Κι εγώ σ’ ακούω και δεν μιλάω μα δεν ξεχνώ. Γυρνώ την πλάτη μου και φεύγω, φυλώντας την πίκρα της αδικίας στην καρδιά μου. Μου λες ¨θα περάσει¨ και τους δικαιολογείς. Μου λες ¨θα αλλάξουν, θα καταλάβουν, θα μετανιώσουν¨ κι ανάβεις τη φλόγα της ελπίδας μέσα μου. Τσάμπα. Και με πιέζεις να την διατηρώ αναμμένη. Πάλι τσάμπα.

            Μου χρεώνεις τα λάθη, όλα τα λάθη. Και τα δικά μου και των άλλων. Φρενάρεις τα λόγια μου, τις πράξεις μου. ¨Να σέβεσαι τους άλλους¨ μου λες ¨μην τους πληγώσεις.¨ Σ’ ακούω και πληγώνομαι εγώ.

            Τροχοπέδη αποτελείς στα θέλω μου, στα όνειρά μου. Με κατηγορείς για εγωισμούς, ιδιοτροπίες, παραλογισμούς, μικροπρέπειες. Δεν με αφήνεις να φωνάξω, να ξεσαλώσω, να διεκδικήσω, να τσακωθώ, να χορέψω, να αφεθώ. Με αναγκάζεις να σκύβω το κεφάλι και χάνω το γαλάζιο του ουρανού.

            Και σε νιώθω πάντα. Σε κουβαλάω μαζί μου. Ένα βάρος στο στήθος μου, ένας οξύς πόνος στο κέντρο του κρανίου μου.

            Ε! Αι στο διάολο επιτέλους εαυτέ μου. Αρκετά πορευτήκαμε μαζί… και να που φτάσαμε…

            Άμε εσύ στο διάολο λοιπόν, μήπως βρω κι εγώ επιτέλους την ησυχία μου. Μήπως βρω τον άλλο μου εαυτό… τον καλό ή τον κακό!

Στην αδερφούλα μου


Είχες τον ήλιο μέσα στα μάτια

χάραζες δρόμους και μονοπάτια

το χέρι μου ‘πιανες να μη φοβάμαι

τον κόσμο ομόρφαινες να μη λυπάμαι.

 

Θυμάμαι τα όμορφα, γλυκά σου χάδια

τα παραμύθια σου μες στα σκοτάδια,

εγώ φοβόμουν, εσύ μιλούσες

τον πόνο έδιωχνες και με φιλούσες.

 

Και τώρα μόνη μες στο δικό μας

το κοριτσίστικο δωμάτιό μας

κλαίω, πονώ, σ’ αναζητώ

τον άδικο χαμό σου δεν θέλω να δεχτώ.

 

Δίπλα στο κρεβάτι μου υπάρχει το δικό σου

τόσα χρόνια εδώ κοιμόσουν

μα τώρα εσύ κοιμάσαι αλλού

στην αγκαλίτσα του Θεού.

 

Να μην ξεχνάς πως είμαι εδώ

κι όσο θα ζω θα σ’ αγαπώ

ήσουν και θα ‘σαι η αδερφή μου

η μονάκριβη και η λατρευτή μου.

 

Μάρτιος 1993

Μικρασιατική καταστροφή


 

Δεν έψαξα να βρω μαρτυρία. Δεν διάβασα πρόσφατα κανένα βιβλίο για την Μικρασιατική καταστροφή. Εθελοτυφλώ, δειλιάζω, φυγοπονώ. Δεν χωράει στη ψυχή μου τόσος πόνος. Μπλοκάρουν το μυαλό μου οι βιασμένες ζωές. Γκρίζες εικόνες εναλλάσσονται στη φαντασία μου:

            Κρεβάτια όμορφα, με υφαντά στρωμένα. Στρώματα σκεπασμένα, που φυλάνε τις γραμμές των κορμιών που πάντα αγκάλιαζαν. Των κορμιών που καμπούριασαν απότομα, που ψάχνανε αργότερα μια γωνίτσα να κουλουριαστούν, να απαγκιάσουν.

            Λουλούδια που μαράθηκαν στα βάζα, σαν τους ανθρώπους που τα έβαλαν εκεί. Μαράθηκαν και μαράζωσαν κι αυτοί.

            Τραπέζια με λινά τραπεζομάντηλα, με άδεια πιάτα, άδειες καρέκλες. Άδεια σώματα, πλημμυρισμένες απόγνωση ψυχές.

Χωράφια που ποτίζονταν με ιδρώτα, ποτίστηκαν με αίμα.

Αυλές και κήποι που έχασαν τα γέλια των παιδιών, τα ερωτικά ψιθυρίσματα, τα κουτσομπολίστικα τιτιβίσματα. Που αντιλαλούν τα ουρλιαχτά και τις κραυγές των ίδιων παιδιών, των ίδιων αντρόγυνων, των ίδιων ανθρώπων. Που έπαψαν όμως να είναι οι ίδιοι.

Πως θα μπορούσαν άραγε να παραμείνουν ίδιοι όταν έχασαν τη ζωή τους; Μικρή, μεγάλη, καλή, κακή, φτωχή ή πλούσια ήταν η ζωή τους. Και χάθηκε. Πως μπορεί κανείς να χάσει τη ζωή του ενώ ζει; Πως μπορεί να ξαναγεννηθεί και να αρχίσει από την αρχή; Πως μπορεί να σβήσει τις αναμνήσεις και το παρελθόν του σε μια στιγμή και να βρει τη δύναμη να ξαναδημιουργήσει;

Πόρτες. Άλλες κλειστές, άλλες ορθάνοιχτες, άλλες σπασμένες. Όλες όμως οδηγούν στην κόλαση.

Θέλω να σβήσω τις εικόνες απ’ τη σκέψη μου για να σταματήσουν τα δάκρυα μου να κυλούν. Μα αυτά συνεχίζουν να κυλούν, να γλιστρούν. Γλιστρούν απότομα. Σαν τα απαλά χεράκια που γλίστρησαν απ’ τις ζεστές χούφτες των μαμάδων τους μες το πλήθος της φυγής. Της καταστροφής.

 

14/10/12                                                                      Άννα Κοκκίνου

 

Προφητεία


 

            Οι τρύπες στις γάμπες μου είναι αηδιαστικά συμμετρικές. Έχουν το μέγεθος πεντάλεπτου και είναι βαθιές. Δεν ξέρω πόσο. Τα σκουλήκια που μπαινοβγαίνουν με εμποδίζουν να δω. Δεν κυλάει αίμα, παρά μόνο διάφανα υγρά. Δεν κυλάει αίμα, μάλλον το ρουφάνε τα σιχαμερά σκουλήκια. Γι’ αυτό τα βλέπω να φουσκώνουν και να μακραίνουν. Ολοένα μεγαλώνουν. Θα είναι βδέλλες. Έτσι ξέρω ότι λένε αυτά που σου ρουφάνε το αίμα. Δεν πονάω όμως, γιατί; Πρέπει να τις διώξω αλλά τα χέρια μου δεν με υπακούν. Πρέπει να σηκωθώ αλλά δεν μπορώ. Ανεβαίνουν στους μηρούς μου και συνεχίζουν το έργο τους. Κι εγώ, ξαπλωμένη μέσα στον βούρκο ασάλευτη. Πανικόβλητη. Πρέπει να κινηθώ, να προσπαθήσω να φύγω, να τις διώξω αλλά το κορμί μου δεν αντιδρά στις εντολές μου. Πως βρέθηκα εδώ; Που βρέθηκε ο βούρκος στην τσιμεντούπολη; Βογκάω και πνίγομαι. Μουγκρίζω. Το στόμα μου ανοιγοκλείνει χωρίς να ακούγεται η απεγνωσμένη μου φωνή που καλεί σε βοήθεια. Τα σκουλήκια συνεχίζουν να ανεβαίνουν και να τρυπούν το σώμα μου. Με ρουφάνε και μεγαλώνουν. Πλησιάζουν. Πλησιάζουν το στήθος μου! Θα φτάσουν στο πρόσωπό μου. Η αηδιαστική γλοιώδης υφή τους θα μπει στο στόμα μου! Θα μου τρυπήσουν τα μάτια, τ’ αφτιά μου! Δεν αντέχω. Ο πανικός κι η αηδία με ζαλίζουν. Ιδρώνω, θολώνει η εικόνα γύρω μου, ζαλίζομαι, χάνομαι, πέφτω, βυθίζομαι… Και σωτήρια η κραυγή μου σχίζει τη σιωπή.

-         Ηρέμησε, μου ψιθυρίζει, ένας εφιάλτης ήταν μόνο. Και με χαϊδεύει.

Με χαϊδεύει απαλά και με καθησυχάζει. Ο άνθρωπος που βρισκόταν πάντα κοντά μου.

Έγειρα πάνω του.

Δεν ξέραμε τότε ότι ήταν μια προφητεία. Ότι ο εφιάλτης θα γινόταν αληθινός. Ότι η πραγματικότητά μας θα γινόταν εφιάλτης. Ότι το κακό θα ρουφούσε το αίμα μας, θα άδειαζε τη ζωή μας.

 

 

12/12                                                                           Άννα Κοκκίνου          

Για τη γιορτή μας


Στη γιορτή της γυναίκας δεν ήθελα να βγω με φίλες… μόνο ζήτησα από τους δικούς μου μια τσάντα, μια καινούρια μεγάλη τσάντα, γιατί η παλιά μου τρύπησε. Και επειδή, ως γνωστό, οι περικοπές, οι αναδρομικές κρατήσεις, το χαράτσι και… όλα τα υπόλοιπα μας έχουν γονατίσει, δεν μπορούσα να την αγοράσω μόνη μου.

Η επιθυμία μου εισακούστηκε και με μεγάλη χαρά ξεκίνησα πρωί-πρωί, πριν ξυπνήσουν οι υπόλοιποι, να μεταφέρω το περιεχόμενο της παλιάς στην καινούρια. Πρώτα απ’ όλα το μισοάδειο από λεφτά πορτοφόλι με τα προσωπικά μου χαρτιά – ταυτότητα, δίπλωμα, κάρτες – το μπλοκάκι με τα τηλέφωνα των σχολείων, των γιατρών κ.λπ., το ημερολόγιο με τις υπενθυμίσεις, το μαθητολόγιό μου, το πρόγραμμά του σχολείου μου, το πρόγραμμα του άντρα μου, το πρόγραμμα των παιδιών. Τα χαρτομάντιλα, τα μωρομάντιλα, τα υγρά μαντηλάκια, τα τσιρότα, τα παυσίπονα. Δυο-τρεις καραμέλες και κανά δυο σοκολατάκια, για να καλοπιάσω τα παιδιά σε περίπτωση γκρίνιας. Τα δεύτερα κλειδιά του σπιτιού και των αυτοκινήτων μη τυχόν ξεχαστεί κανείς μας. Ταμπόν και σερβιέτες γιατί… ποτέ δε ξέρεις. Τον χαρτοκόπτη, το δοκιμαστικό κατσαβίδι, το πιστόλι θερμοκόλλησης και δυο ράβδους  σιλικόνης. Την κασετίνα με τους στυλούς, τα μολύβια, τις γόμες. Το σημειωματάριο. Τη λίστα με τα ψώνια. Το ΑΦΜ του πατέρα μου. Τις εξετάσεις της πεθεράς μου. Το αντηλιακό μεηκ-απ, το προστατευτικό χειλιών, ένα καθρεφτάκι, χτένα, τσιμπιδάκια, γκλάμερ. Γυαλιά ηλίου, γυαλιά υπερμετρωπίας. Ακροδέκτες για τα όργανα μέτρησης. Μια μπάρα δημητριακών για να αποφύγω τους πειρασμούς. Τσίχλες, αναπτήρες, τσιγάρα. Κινητό. Ξέχασα κάτι;

Όλη μέρα κυκλοφορούσα με την καινούρια βαριά μου τσάντα και ένα χαμόγελο κολλημένο στα χείλη. Καθώς κοιτούσα και καμάρωνα τον άντρα μου, τους γιούς μου, τους μαθητές μου - γεμάτη αρσενικά η ζωή μου – το χαμόγελο μου άνθιζε με τη σκέψη ότι είμαι γυναίκα. Και κάθε πρωί ετοιμάζω μια τσάντα σα να πηγαίνω μόνιμα εκδρομή. Που στη ζωή μου έχω τόσους ρόλους όμως, επειδή είμαι γυναίκα μπορώ να τους ¨παίξω¨ όλους και δεν ξεχνάω ποτέ τα λόγια μου. Που μπορώ να κάνω ταυτόχρονα πολλά και διάφορα, να θυμάμαι τα πάντα, να κλαίω δημόσια, να φοράω ψηλοτάκουνα παπούτσια και να ψηλώνω, να πονάω αμέτρητα, να φουσκώνω σα μπαλόνι, να γεννάω. Που μπορώ να έχω τεράστια γεμάτη τσάντα που τα χωράει όλα. Που μπορώ να έχω γεμάτη ζωή!

Υ.Γ. Σας ευχαριστώ άντρες μου για την καινούρια τσάντα…

Εγώ και η κρίση


 
Εργαζόμενη ελληνίδα, για την ακρίβεια δημόσιος υπάλληλος, ετών σαράντα δύο, έγγαμος με δυο παιδιά. Αυτό είμαι.. Με σπίτι και αυτοκίνητο δικό μου, το δεύτερο ευτυχώς ξεχρεωμένο. Το σπίτι με στεγαστικό δάνειο που πληρώνω και θα πληρώνω για πολλά-πολλά χρόνια. Δεν λέω μέχρι να βγω σε σύνταξη γιατί δεν νομίζω ότι αυτό θα γίνει ποτέ…

Όλοι μου λένε να μην παραπονιέμαι για τις μειώσεις του μισθού μου, για τους φόρους κ.λπ. γιατί τουλάχιστον εγώ πληρώνομαι έστω και λιγότερα απ’ ότι πριν. Δεν είμαι άνεργη. Ουάου! Πρέπει να χαρώ για κάτι που μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν κεκτημένο δικαίωμα μου; Χάρη μου κάνουνε; Σπούδασα, πάλεψα, δούλεψα, έφυγα απ’ τον τόπο μου, διορίστηκα. Δεν μου χάρισε κανείς τίποτα και τώρα μου κλέβει. Μου κλέβει τα χρόνια που δούλεψα – είκοσι τρεις  μήνες πλεονάζον χρόνος στην κατάταξή μου στο ενιαίο μισθολόγιο δεν μετρώνται στη μισθοδοσία μου, δηλαδή σχεδόν δυο χρόνια δουλειάς πάνε χαμένα – μου κλέβει τα όνειρα, τους κόπους και την αξιοπρέπεια.

Είμαι τυχερή που δουλεύω… όμως ντρέπομαι. Ντρέπομαι που πηγαίνω στη δουλειά με το κεφάλι μου πλημμυρισμένο από τα άσπρα μαλλιά. Που φοράω τα ίδια ρούχα, τα ίδια παπούτσια… γιατί ευτυχώς ή δυστυχώς δεν ψηλώνω και μου κάνουν. Σε αντίθεση με τα παιδιά μου που κατά προτεραιότητα έχουν περισσότερες ανάγκες. Ντρέπομαι που γκρινιάζω, που ζηλεύω, που παραπονιέμαι. Όμως δεν φταίω εγώ που νιώθω να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια μου. Που νιώθω εγκλωβισμένη από τις  επιλογές μου, που όμως γίνανε σε άλλες εποχές και με άλλες συνθήκες και προοπτικές.

Μου λένε επίσης πως είμαι τυχερή που ζω στην επαρχία. Δεν έχω ακόμα όμως καταλάβει γιατί. Ίσως επειδή μπορώ στον κήπο μου να φυτέψω πατάτες, κολοκύθια και άνηθο; Ή μήπως επειδή όταν παίρνω βαθιές ανάσες, για να διώξω τις κρίσεις πανικού που νιώθω, ο πλούσιος καθαρός αέρας μου διώχνει το άγχος; Η επαρχία δεν έχει τραμ, μετρό και αστικά λεωφορεία. Δεν μπορείς να μετακινηθείς αν δεν έχεις αυτοκίνητο. Η βενζίνη είναι πιο ακριβή. Τα μαγαζιά δεν έχουν τη δυνατότητα των μεγαλοκαταστημάτων να κάνουν προσφορές.  Παντού είναι δύσκολα. Τι να σώσει ο μαϊντανός όταν έρχεται ο λογαριασμός της ΔΕΗ;

Όμως, όπως όλοι λέμε τον τελευταίο καιρό, έχω τουλάχιστον την υγεία μου. Την έχω; Πως το ξέρω; Αφού και οι εξετάσεις στοιχίζουν και δεν κάνω ούτε έναν απλό αιματολογικό έλεγχο – ας μην αναφερθώ σε τεστ παπ κλπ. Φυσικό και λογικό είναι να προέχουν τα εμβόλια και οι θεραπείες των παιδιών ή των ηλικιωμένων.

Κι εγώ που είμαι στη μέση, σαν το λιωμένο τυράκι του τοστ, τι κάνω; Παλεύω να μην στερήσω στα παιδιά μου τα απαραίτητα, προσπαθώ να μην φορτώσω στους γονείς μου κι άλλα βάσανα. Κολλάω πάνω στον άντρα μου – στο ζαμπονάκι δηλαδή – που κρατάει πιο γερά, μιας και σαν άντρας δεν έχει τις δικές μου ευαισθησίες και ανησυχίες.: τι έγινε αν τρύπησε η κάλτσα, αν χάλασε η καρέκλα, αν δεν βάλεις κρέμα στο πρόσωπό σου, αν κρατάς την ίδια τσάντα, αν έχει ξεθωριάσει η μπλούζα;…

Δεν έγινε τίποτα γιατί ευτυχώς δουλεύω. Αλλά γιατί δουλεύω; Για να πληρώνω την αλληλεγγύη, την ανεργία, τους φόρους, την ασφάλιση κλπ, κλπ, δηλαδή το κράτος. Και μόνο το κράτος. Σε ένα φαύλο κύκλο. Γιατί αφού εγώ η εργαζόμενη του κράτους, δουλεύω στο κράτος, για το κράτος… και - κλητική -  ω κράτος!

Οι απλοϊκοί οικονομικοί συνειρμοί μου με οδηγούν στο κέντρο της μαύρης τρύπας, όχι του προϋπολογισμού, αλλά του παραλογισμού. Τις κάλτσες τις μαντάρω, τα ρούχα τα μπαλώνω ή τα μεταποιώ. Φτιάχνω απορρυπαντικά βιολογικά. Μαγειρεύω καθημερινά, φτιάχνω και γλυκά, δίνω ταπεράκια στα παιδιά για το σχολείο. Κάνω όλες τις δουλειές του σπιτιού μόνη μου. Του κήπου επίσης. - Εννοείται ότι βοηθιόμαστε με το ζαμπονάκι.- Τις διάφορες άλλες δουλειές  π.χ. φορολογικές δηλώσεις κλπ. κλπ…. Κάνω τα πάντα. Όλα. Για να ελαχιστοποιήσω τα έξοδα. Και αναρωτιέμαι αφού, παρόλο που δουλεύω και πληρώνομαι, τα λεφτά μου δεν καταλήγουν σε κάποιους ελεύθερους επαγγελματίες, καταστηματάρχες, εργάτες πως στο καλό θα ζήσουν κι οι συνάνθρωποί μου; Και πως θα αναπτυχθεί αυτή η ρημαδοχώρα; Πως θα μειωθεί η ανεργία; Πως θα γλιτώσουμε την τρέλα;

Λένε πως ο χρόνος είναι χρήμα. Χρήμα δεν έχω. Ούτε χρόνο για να τον μετατρέψω σε χρήμα. Αλλά… ευτυχώς δουλεύω! Και με δουλεύουνε!

 

20/10/12                                                                      Άννα Κοκκίνου