Σελίδες

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Επιστροφή στο πουθενά






Ανέβα ένα - ένα τα σκαλιά

βρες δύναμη κι ανέβα

στο Παλαμήδι της ζωής.



Γρήγορα ή αργά δεν πειράζει

Στάσου να ξαποστάσεις αν χρειαστεί

όμως

μην κοιτάξεις προς τα πίσω, μην κοιτάξεις κάτω

είναι εύκολο το κατέβασμα

μην παρασυρθείς.



Δεν ξέρεις πότε θα κοπεί η ανάσα σου,

κανείς δεν ξέρει

κι είναι κρίμα να βρίσκεσαι τότε εκεί,

στον πάτο.

Στην αρχή, στην μέση, στην κορυφή

παντού υπάρχει αξία.

Στον πάτο όχι.



Είναι πραγματικά κρίμα να πάει χαμένη

η μοναδική ευκαιρία που είχες να ανεβείς,

να δεις τα πάντα

Πριν επιστρέψεις

στο πουθενά.

Κροίσος ή Κούρος;  


Τ' αριστερό πόδι είναι μπροστά
τείνει να περπατήσει
όπως όλοι οι έφηβοι
τη γη να κατακτήσει.

Μαλλιά μακριά, μπράτσα σφιχτά
γροθιές σχεδόν σφιγμένες
κοπέλες σίγουρα πολλές
θα 'χε κατεκτημένες.

Τη θάλασσα θ' ατένιζε
στου Σούνιου την άκρη
και πλοία θα περίμενε
πριν την αιφνίδια νάρκη.

Σώμα γεμάτο με χυμούς
δώρα θεού και νιότης
δεν πρόλαβε να αντρωθεί
έσβησε σαν πατριώτης.

Χέρια της τέχνης φρόντισαν
αιώνια να ζήσει
σώμα αγέρωχο στητό
στέκει για να μιλήσει.

Παλιά Κροίσο τον έλεγαν
κανείς δεν το θυμάται
της Αναβύσσου Κούρος πια
για πάντα θα τιμάται.

Στίχοι





Σταγόνες αίματος απ' τις πληγές τα λόγια

ανείπωτα, θηλιές που πνίγουν

τόξο ουράνιο σε ζωγραφιές βροχής

που έρχονται να τα ξεπλύνουν. 



Δρόμους χαράζουνε σε γειτονιές

λέξεις ελεύθερες σαν ταξιδεύουν

ενώνουν πόλεις μοναχές 

πόνους του νου γιατρεύουν.



Γράμματα αράδα χτίζουν ζωές

τείχη γκρεμίζουν και φυλακές

λύνουν σιωπές, κάνουν γιορτές

λυτρώνουν πόθους και ανοχές.



Σκαρί αθάνατο πλέει αιώνια

σκίζει τα πέλαγα, παφλάζει ήχους

μένει αλώβητο μέσα στα χρόνια

γιομάτο όνειρα, ελπίδες, στίχους.


Αναμονή


Πίσω από τους λευκούς τοίχους περιμένω το αίμα μου 
φοβάμαι την πόρτα όταν ανοίξει μη μου σταματήσει την καρδιά. 
Χαμόγελο προσμένω να ζεστάνει τα χνώτα μου  
από χείλη όμοια με τα δικά μου. 
Σβήνει ο ήλιος στη θλίψη των ματιών του 
λουλούδι που άνθισε στο χώμα του κορμιού μου. 
Ψήλωσε πολύ το παλικάρι κι άγγιξε τη βαρυχειμωνιά 
χέρι μικρό μ' αφράτη τη χουφτίτσα 
μεγάλωσε πριν προλάβει η άμμος να γλιστρήσει, 
σκαλιά σου χτίζω για να φτάσεις τα αστέρια 
δράκους και δαίμονες σκοτώνω να περάσεις. 
Μου πήραν κάποτε το φως απ' τη ζωή μου 
ήρθες εσύ και είδα πάλι απ' την αρχή. 
Έχω πληρώσει στη μοίρα μου τα χρέη με τίμημα βαρύ, 
αντέχω πάλι να πέσω στο πηγάδι.
Να περπατήσεις στο ουράνιο τόξο σου εσύ.