Σελίδες

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους



Αυτούς π’ απλώνουν το χέρι
να στηριχθούν, ν’ ανέλθουν
κι έπειτα να σε κατρακυλήσουν.

Αυτούς που χαϊδεύουν το δάκρυ σου
για λίγο, για να ‘σαι απαλός
όταν θα κάνουν τα μάτια σου λίμνες.

Αυτούς που ‘χουν μια γραμμή για χείλη
σφιχτή, κυρτή προς τα κάτω,
στο χώμα με τα ερπετά που σέρνονται.

Αυτούς που η ανεπάρκειά τους
γεννάει φθόνο και λάσπη
πάνω στο φως των καλυτέρων.

Αυτούς που ‘χουν το βλέμμα τους
στραμμένο αλλού
φοβούμενοι να δουν την εικόνα του καθρέφτη.

Αυτούς που σαν παιδιά σκανταλιάρικα
μα όχι αθώα, τεντώνουν το πόδι τους
όταν περνάς και δεν κοιτάς.

Αυτούς π’ αφήνονται σαν καραβάκια
κι όπου φυσάει ο άνεμος πηγαίνουν
χωρίς ποτέ ν’ αντισταθούν.

Αυτούς που ενώ θωρούνται άνθρωποι
χαμαιλέοντες  είναι κι αλλάζουν

στρουθοκάμηλοι και κρύβονται.


Ορμώμενο από το ποίημα: «Φοβάμαι» του Μανόλη Αναγνωστάκη, στίχος: Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους