Σελίδες

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Revenir


Κορμί κερί που έλιωσε στη φλόγα της αγάπης

σεντόνια που βαφτήκανε μ' ιδρώτα ηδονής

ουράνια που άγγιξα αστερισμούς γεμάτα

το νόημα της φύσης μου, μου το 'δειξες εσύ.



Κλειδώθηκε η ανάσα μου στο χάδι τ' απαλό

στη χούφτα σου το είναι μου υπάρχει,

ποτάμι αίματος κυλά, η έλλειψη η δική σου

απώλεια που έσβησε τον ήλιο της αυγής.



Καταμεσής στο βλέμμα σου φωλιάζει τ' όνειρό μου

κλωστή λεπτή που συγκρατεί αιώρηση σ' αγέρα

στη βούληση σου έρμαιο, σκουπίδι και χρυσάφι

να αφεθώ στα χέρια σου να ζήσω να πεθάνω.


Ο δρόμος σου


Στο μονοπάτι που χαράζεις να διαβείς

ν' αφήνεις όλα τα μπουμπούκια να ανθίσουν,

μην τα πατάς και μην τ' αδικείς

έχουν σκοπό κι αυτά να υλοποιήσουν.

Αγριόχορτα, ζιζάνια και βάτα

ξερίζωνε χωρίς να σταματάς,

τα χέρια και τα πόδια αν ματώσουν

θα διώξουνε τον πόνο της καρδιάς.

Το αίμα σου να σβήνει την πικρία

το βλέμμα σου να μένει διαυγές

ορίζοντες ν' ανοίγει με σοφία

στο βούρκο, πίσω σου

να στέλνεις προσωπεία.



Στο διάβα σου να ψάχνεις για πηγές

καθάριο το νερό να σε δροσίζει,

να δοκιμάσεις φρούτα και χυμούς

γεύσεις πρωτόγνωρες καλό 'ναι να ρουφήξεις.



Σαν ο αέρας θα φυσάει δυνατά

κόντρα σαν σπρώχνει να σε πάει πάλι πίσω

να βρεις των δέντρων τα ριζά

για ν' απαγκιάσεις,

από κλαδιά γερά ν' αρπαχτείς.



Στις λάσπες αν χωθείς

κι αν από λάθος σου, λερώσεις το κορμί σου

ψάξε να βρεις νερό να ξεπλυθείς.

Ακόμα κι αν η λάσπη περονιάσει

και φτάσει της ψυχής σου τα βαθιά

ξεπλύσου, στάσου, ξεκουράσου

αργά δροσίσου,

να πάρεις δύναμη να διώξεις τη βρωμιά.



Στις ανηφόρες να κινείσαι συνετά

με βήματα αργά και μετρημένα

ν' ανασαίνεις για να σκέφτεσαι ορθά

να είν' το πάτημά σου σχεδιασμένο.

Εκεί που ο κατήφορος προβάλλει

στην ευκολία, μη ξεγελαστείς.

Η κατρακύλα έρχεται με μία

στα δίχτυα της αράχνης αν πιαστείς.



Σε άπλωμα ανθισμένο αν βρεθείς

στων δέντρων τη σκιά αν χαλαρώσεις

απόλαυσε τις ομορφιές της γης

μα πρόσεξε κει πέρα μη ριζώσεις.



Τα πατημένα με τα ρόδα τα στρωμένα

δρομάκια όμορφα σα βρεις

περπάτα τα αν θέλεις μα στοχάσου,

τους ξένους κόπους μην τους καρπωθείς.



Δεν είναι αγώνας δρόμου η ζωή

μην τρέχεις για  να κόψεις την κορδέλα

δεν είν' ο πρώτος πάντα νικητής.



Μη βιάζεσαι και μη βαρυγκωμάς

η άνοιξη δεν έρχεται με μιας.

Η καταιγίδα θα σε βρέξει ως το μεδούλι,

τ' ουράνιο τόξο για να βγει

πρέπει να μάθεις να το καρτεράς.

Όνειρα γλυκά


Χαμογελούσε πάντα όταν κοιμόταν

ο ύπνος τον ταξίδευε στο χθες

σ' αγγίγματα και χνώτα αχνισμένα

μ' αρώματα από φρούδες ενοχές.

Θυμόταν, ξαναζούσε ονειρεμένα

αλήθειες, αγάπες και ηδονές

σε περασμένες από χρόνια εποχές.

Χαρίλαος Βασιλάκος


Σαν όαση το έβλεπε το Καλλιμάρμαρο εμπρός του

φτερούγισαν τα πόδια του γρήγορα να σιμώσει

τ’ αυτιά του λαχταρούσανε τον ύμνο να ακούσουν

«Αρχαίο πνεύμα αθάνατο...»

Το γυμνασμένο του κορμί στης Μάνης τα λαγκάδια,

τις ρεματιές, στις παρυφές του άγριου Ταϋγέτου

κοτρόνες, γαϊδουράγκαθα όλα τα ’χε δαμάσει

με την καθάρια του ψυχή τ’ αγνά ιδανικά του

Στο στάδιο θα έμπαινε απ’ τους δρομείς ο πρώτος.

Χαρά, γιορτή για την πατρίδα

φως απ’ τις δάδες σκόρπισε στα πέρατα του κόσμου

η ενότητα του πνεύματος, έθνους, θρησκείας και

φυλής ελληνικής.

«Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή...»

Αιώνες είχε φιμωθεί και τώρα τραγουδούσε

του Παλαμά τα γράμματα τα ομορφοκαμωμένα.

Οι ιαχές δυνάμωναν άκουγε τ’ όνομά του

«Χαρίλαος» φωνάζανε και άλλοι «Βασιλάκος».

Του φάνηκε σα να ’λειπε λιγάκι απ’ την βροντή τους

σα να ’τανε μικρούτσικες, κάπως ασθενημένες.

Του ταίριαζε πιότερο δυνατό το χειροκρότημά τους

πρώτος απ' όλους ήτανε στον μαραθώνιο δρόμο

κανείς δεν τον προσπέρασε, μακριά ακολουθούσαν

μόνο ένα κάρο βρέθηκε και πέρασε μπροστά του

σανό γεμάτο κι άχυρα, πραμάτεια για τα ζώα.



«Και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι...».

Με κότινο στεφάνωσαν τον πρώτο Σπύρο Λούη

αυτού της δάφνης το κλαδί του ’βαλαν στο κεφάλι

όπως ταιριάζει σ’ όποιονε δεύτερος τερματίζει.

Στα απόμερα στα ήσυχα είπε στο Σπύρο Λούη

πως άτιμο ότι έκανε και ο Θεός θα κρίνει

αυτός την αδικία του μονάχος καταπίνει

τη μέρα αυτή τη λαμπερή δε θέλει ν’ αμαυρώσει. 



Και σιώπησε για πάντα

ποτέ δεν αναφέρθηκε ξανά στα πεπραγμένα

ούτε ωσάν παράπονο, ούτε σαν αδικία.

Το δάφνινο στεφάνι του στην Ολυμπία φυλάει

τη φλόγα στο ταξίδι της να μεταλαμπαδεύσει

μαζί και τα ψηλότερα ιδανικά του ανθρώπου.


Ο Χαρίλαος Βασιλάκος γεννήθηκε το 1877 και καταγόταν από τον Λυγερέα της Μάνης, ένα ορεινό χωριό κοντά στο Γύθειο. 


               Φωτογραφία από τον Μαραθώνιο του 1896. Ο Βασιλάκος στη μέση

Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Αγκάθια

Αγκάθια γύρω στην αυλή φυτρώσανε ψηλά
μυαλό ανθρώπου γέννησε ιδέες για να σπείρει,
τριαντάφυλλα χαθήκανε χωρίς καμιά μιλιά 
κ' οι μέλισσες δεν έχουνε να βρούνε λίγη γύρη.

Το σπίτι γέμισε πληγές, καπνούς και αμυχές
δακρύσαν πια τα όνειρα, χαμένα έξω 'τρέξαν
νοτίσαν οι εικόνες τους μαζί κ' οι προσευχές.
Τριγύρω τα παιδιά εκεί ποτέ δεν ξαναπαίξαν.


 

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Επιστροφή στο πουθενά






Ανέβα ένα - ένα τα σκαλιά

βρες δύναμη κι ανέβα

στο Παλαμήδι της ζωής.



Γρήγορα ή αργά δεν πειράζει

Στάσου να ξαποστάσεις αν χρειαστεί

όμως

μην κοιτάξεις προς τα πίσω, μην κοιτάξεις κάτω

είναι εύκολο το κατέβασμα

μην παρασυρθείς.



Δεν ξέρεις πότε θα κοπεί η ανάσα σου,

κανείς δεν ξέρει

κι είναι κρίμα να βρίσκεσαι τότε εκεί,

στον πάτο.

Στην αρχή, στην μέση, στην κορυφή

παντού υπάρχει αξία.

Στον πάτο όχι.



Είναι πραγματικά κρίμα να πάει χαμένη

η μοναδική ευκαιρία που είχες να ανεβείς,

να δεις τα πάντα

Πριν επιστρέψεις

στο πουθενά.

Κροίσος ή Κούρος;  


Τ' αριστερό πόδι είναι μπροστά
τείνει να περπατήσει
όπως όλοι οι έφηβοι
τη γη να κατακτήσει.

Μαλλιά μακριά, μπράτσα σφιχτά
γροθιές σχεδόν σφιγμένες
κοπέλες σίγουρα πολλές
θα 'χε κατεκτημένες.

Τη θάλασσα θ' ατένιζε
στου Σούνιου την άκρη
και πλοία θα περίμενε
πριν την αιφνίδια νάρκη.

Σώμα γεμάτο με χυμούς
δώρα θεού και νιότης
δεν πρόλαβε να αντρωθεί
έσβησε σαν πατριώτης.

Χέρια της τέχνης φρόντισαν
αιώνια να ζήσει
σώμα αγέρωχο στητό
στέκει για να μιλήσει.

Παλιά Κροίσο τον έλεγαν
κανείς δεν το θυμάται
της Αναβύσσου Κούρος πια
για πάντα θα τιμάται.

Στίχοι





Σταγόνες αίματος απ' τις πληγές τα λόγια

ανείπωτα, θηλιές που πνίγουν

τόξο ουράνιο σε ζωγραφιές βροχής

που έρχονται να τα ξεπλύνουν. 



Δρόμους χαράζουνε σε γειτονιές

λέξεις ελεύθερες σαν ταξιδεύουν

ενώνουν πόλεις μοναχές 

πόνους του νου γιατρεύουν.



Γράμματα αράδα χτίζουν ζωές

τείχη γκρεμίζουν και φυλακές

λύνουν σιωπές, κάνουν γιορτές

λυτρώνουν πόθους και ανοχές.



Σκαρί αθάνατο πλέει αιώνια

σκίζει τα πέλαγα, παφλάζει ήχους

μένει αλώβητο μέσα στα χρόνια

γιομάτο όνειρα, ελπίδες, στίχους.


Αναμονή


Πίσω από τους λευκούς τοίχους περιμένω το αίμα μου 
φοβάμαι την πόρτα όταν ανοίξει μη μου σταματήσει την καρδιά. 
Χαμόγελο προσμένω να ζεστάνει τα χνώτα μου  
από χείλη όμοια με τα δικά μου. 
Σβήνει ο ήλιος στη θλίψη των ματιών του 
λουλούδι που άνθισε στο χώμα του κορμιού μου. 
Ψήλωσε πολύ το παλικάρι κι άγγιξε τη βαρυχειμωνιά 
χέρι μικρό μ' αφράτη τη χουφτίτσα 
μεγάλωσε πριν προλάβει η άμμος να γλιστρήσει, 
σκαλιά σου χτίζω για να φτάσεις τα αστέρια 
δράκους και δαίμονες σκοτώνω να περάσεις. 
Μου πήραν κάποτε το φως απ' τη ζωή μου 
ήρθες εσύ και είδα πάλι απ' την αρχή. 
Έχω πληρώσει στη μοίρα μου τα χρέη με τίμημα βαρύ, 
αντέχω πάλι να πέσω στο πηγάδι.
Να περπατήσεις στο ουράνιο τόξο σου εσύ.