Σελίδες

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Τέλη Αυγούστου 1997


 
            Κουράστηκα να διασχίζω βουνά. Από τη μια άκρη της Πελοποννήσου στην άλλη. Να ανεβοκατεβαίνω. Πριν λίγη ώρα, κάπου στο βάθος του ορίζοντα διέκρινα τη γραμμή της θάλασσας. Κοντεύω να φτάσω στην πόλη που διορίστηκα και που προφανώς θα ζήσω για λίγο καιρό. Στην Αμαλιάδα.

Επιτέλους. Βλέπω τα πρώτα σπίτια. Κατηφορίζω σιγά-σιγά. Μια εκκλησία στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Δεν προλαβαίνω να δω και πολλά καθώς οδηγώ. Πρέπει να προσέχω και τις λακκούβες. Μόλις απέφυγα μια που θα με έστελνε να κολυμπήσω κατευθείαν στον Ειρηνικό, αν έπεφτα μέσα. Κυλά το hondaκι μου στην τελευταία στροφούλα και ακινητοποιείται πίσω από μια σειρά λεωφορείων. Κλείνω το aircontiction και ανοίγω τα παράθυρα να μπει λίγος καθαρός αέρας. Μάταια. Η κάψα του καλοκαιριού, η αυξημένη υγρασία, οι εξατμίσεις των λεωφορείων και των υπόλοιπων μηχανοκίνητων βασανίζουν τα πνευμόνια μου. Θέλω να φύγω γρήγορα. Το ίδιο και τα δέντρα της πλατείας που βρίσκεται αριστερά μου. Δεν τα χωράει τούτος ο τόπος. Έχουν βγάλει τις ρίζες τους έξω απ’ το έδαφος, έτοιμες να γίνουν πόδια και να τρέξουν. Ναι, αλήθεια. Είναι έτοιμα να φύγουν. Έχουν ανασηκώσει το χώμα γύρω τους, έχουν ραγίσει τις πλάκες και, πανύψηλα, αγανακτισμένα, με κλαδιά – χέρια χαράσσουν στον αέρα μια πορεία νότια, προς τη θάλασσα νομίζω.

Βρίσκω μια θέση και παρκάρω. Πρέπει να πάρω πληροφορίες. Βγαίνω από το αυτοκίνητο. Μια μυρωδιά μιζέριας αγγίζει τα ρουθούνια μου. Με ζαλίζει. Πνίγομαι. Κάπου πρέπει να καθίσω. Παραπατάω στο χώμα του πεζοδρομίου ενώ αναρωτιέμαι μήπως έκανα λάθος, μήπως δεν είναι αυτός ο προορισμός μου. Δε μπορεί στο κέντρο μιας πόλης στα τέλη του 20ου αιώνα να μην υπάρχουν πλάκες στα πεζοδρόμια. Περνάω απέναντι στο δρόμο και βαδίζω στην πλατεία. Να βρω ένα παγκάκι να ακουμπήσω λίγο, να συνέλθω. Προσέχω μην πατήσω τις ρίζες - πόδια. Προσέχω επίσης μην με πατήσουν αυτές. Ακουμπώ επιφυλακτικά σε ένα άθλιο παγκάκι κι ας ξέρω ότι είμαι λιποβαρής. Ανάβω ένα τσιγάρο, μήπως η έλλειψη νικοτίνης ευθύνεται για τη μαυρίλα που με πλακώνει. Μια φωνή πίσω μου ακούγεται: «Μην πατάτε τα λουλούδια, μην πατάτε τα λουλούδια.» Δεν πάει καλά ο κόσμος, σκέφτομαι. Αφού δεν υπάρχει εδώ ούτε ένα φύλλο χορταριού. Γυρνώ και βλέπω ποιος φωνάζει. Ένας ψηλός, γενειοφόρος, με στολισμένο στέρνο περισσότερο κι από λατέρνα. Σφυρίχτρες, χαϊμαλιά. Τα πάντα κρέμονται από το λαιμό του. Η μορφή του άγρια, πρωτόγονη. Το βλέμμα του γλυκό, μελωμένο. Μ’ ανακουφίζει, με ηρεμεί η παρουσία του. Πιότερα από τους άλλους ανθρώπους, τους λογικούς, που βαδίζουν γύρω μου. Σκυφτοί, απεριποίητοι, αχτένιστοι, μελαχρινοί. Με σκούρα ρούχα μες στο καταμεσήμερο. Το χειμώνα τι θα φοράνε, μονολογώ. Θα δεις, μου απαντά μια εσωτερική φωνή κι ανατριχιάζω.

Στη μέση της πλατείας δεσπόζει ένα παλιό κτίριο. Όμορφο, διαφορετικό. Παραμελημένο. Όπως όλα εδώ. Πως θα ζήσω με αυτούς; Με ανθρώπους που δεν σέβονται τον τόπο τους; Που δεν εκτιμούν την οποιαδήποτε κληρονομιά τους; Έχω την εντύπωση πως πρόκειται για μια κοινωνία απαίδευτη, οπισθοδρομική, μίζερη και αδιάφορη. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά όλα αυτά που είδα μέσα σε λίγα λεπτά. Που να προσθέσω και τα σκουπίδια. Σα να μου επιτίθονταν από κάθε γωνιά νιώθω, σαν να ‘μαι εγώ η παρείσακτη στην πόλη κι όχι αυτά.

Αρχίζω πάλι να αναρωτιέμαι μήπως έχω κάνει λάθος. Λάθος πόλη, λάθος σημείο, λάθος ζωή.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου