Σελίδες

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Φυλακισμένο έντομο σε κεχριμπάρι

Δεν θα ξεχνούσε ποτέ το χαμόγελο του. Λαμπερό, αυθόρμητο, ειλικρινές, παντοτινό. Φώτιζε τον κόσμο όλο.
Η αίθουσα μικρή και βρώμικη. Με τοίχους ξεφτισμένους, Κουφώματα πετσικαρισμένα. Πόρτες ξεχαρβαλωμένες. Ζέστη και ιδρωτίλα. Τα δεκαεφτάχρονα παλικάρια στριμωγμένα, φυλακισμένα πίσω από τα κάγκελα του ξεχαρβαλωμένου παραθύρου. Βαρυγκωμούσαν όλοι τους. Αγρίμια εγκλωβισμένα. Με δυσκολία να αρχίσει το μάθημα. Κι ας ήταν ειδικότητας: ¨ Έλεγχος και διάγνωση βλαβών στα οχήματα¨. Το βιβλίο και η ύλη αναχρονιστική. Αδιάφορο και σχεδόν άχρηστο πια. Την παλεύανε όμως. Κι αυτοί και η κυρία τους.
Ο Μάριος, όπως πάντα, βαριόταν. Πνιγόταν στην ακινησία και στην στασιμότητα της τάξης.
- Κυρία, να βγω έξω;
- Που να πας βρε Μάριε;
- Να πάρω αέρα, για δυο λεπτά μόνο.
Φτερούγιζε στα μάτια του η προσμονή, η λαχτάρα για αέρα, καθαρό κι ελεύθερο.
- Καλά πήγαινε, για δυο λεπτά όμως.
Δεν μπορούσε να του αρνηθεί, δεν μπορούσε να πει όχι στο άσβηστο χαμόγελό του.
- Γιατί εμάς δεν μας αφήνετε ποτέ κυρία να βγούμε έξω; Σ’ αυτόν λέτε πάντα ναι.
- Δεν είσαστε το ίδιο. Τον βλέπετε ότι δεν μπορεί να σταθεί εδώ μέσα.
Προσπαθούσε να δικαιολογηθεί γι’ αυτά τα παραπάνω που σαν ενήλικας έβλεπε, γι’ αυτά που ενστικτωδώς έπραττε.
Και την επόμενη πάλι:
- Κυρία, να βγω έξω;
- Πάλι; Που θέλεις να πας σήμερα;
- Έξω, να δω το μηχανάκι;
- Τι μηχανάκι έχεις;
Παγιδευμένη κι αυτή μαζί τους έψαχνε να βρει δρόμους επικοινωνίας, μονοπάτια να τους ενώσουν. Δεν ήθελε να χάσει τον Μάριο, ούτε κάποιον άλλο μαθητή της βέβαια.
- Ένα Crypton X.
- Περιέγραψε το μας…
Άρχισε η ανάλυση. Με κάθε λεπτομέρεια. Συγκρίσεις, επεμβάσεις, μετατροπές για βελτίωση. Στα μελένια μάτια του καθρεφτίστηκε η ηδονή που του πρόσφερε η μεγάλη του αγάπη. Έμαθε κι αυτή για τον κόφτη, για τις ¨κολώνες¨ που μετράνε τις αποστάσεις στις κόντρες, για εξειδικευμένα στοιχεία που το κάνουν ταχύτερο, για την ¨λαμπάδα¨  που το πήγαινε όταν έκανε σούζα.
- Είναι το γρηγορότερο σε όλη τη Δυτική Ελλάδα!
Ανατρίχιασε και γούρλωσε τα μάτια. Μούδιασε:
-Να προσέχεις όμως, έτσι; ψιθύρισε. Να φοράς πάντα κράνος.
- Στις κόντρες και στους αγώνες φοράω. Στις βόλτες όμως δασκάλα, με τίποτα…

Το καλοκαίρι είχε φτάσει στην μέση όταν τον αποχαιρέτησε για πάντα. Το χαμόγελό του φώτιζε τον κόσμο ακόμα και τώρα, στο τελευταίο του ταξίδι. Κι ήταν αυτό το χαμόγελο που της φρέναρε τα δάκρυα, που της έδιωχνε τον πόνο του χωρισμού. Τον έβλεπε, σαν όραμα μπροστά της, στις τελευταίες του στιγμές. Ευτυχισμένο, να τρέχει με το Crypton του, την αγάπη του, τη ζωή του. Όρθιο, λαμπάδα! Να κοιτάζει το Θεό κατάματα και να χαμογελάει. Να φεύγει πριν προλάβει να νιώσει πόνο, απογοήτευση, οδύνη. Να φεύγει νέος, ορθός, καμαρωτός, ευτυχισμένος. Αγκαλιά με ότι αγαπούσε.
Δεν ήταν γέρος ο Μάριος για να μην του πρέπουν δάκρυα. Ήταν νιός και όμορφος. Και θα της λείψει. Σε  όλους λείπει. Γονείς, αδερφοί, συγγενείς, φίλοι. Όλοι τον κλαίνε. Ανείπωτος πόνος. Ποτάμια τα δάκρυα.
Μα η κυρία του δεν κλαίει. Γιατί το ταξίδι της ζωής του ήταν σύντομο μα ευτυχισμένο. Η διαδρομή του μικρή αλλά όμορφη. Γιατί έφτασε στο λιμάνι της αιωνιότητας χαρούμενος. Γιατί αυτή είχε δει παιδιά, νέους να φεύγουν με την πίκρα χαραγμένη στα χειλάκια τους. Με παραμορφωμένα από τους πόνους χαρακτηριστικά. Που προσπαθούσαν να δουν τον ουρανό μέσα από το παράθυρο του νοσοκομείου και ψιθύριζαν με παράπονο: τι σου ‘χω κάνει Θεέ μου…
Φυλακισμένο έντομο σε κεχριμπάρι ήτανε ο Μάριος. Λαμπερή η κεχριμπαρένια ζωή του αλλά ακίνητη. Στάσιμη. Δεν τον χωρούσε, δεν του ταίριαζε. Φυλακισμένη πεταλούδα που άνοιξε τα φτερά της και πέταξε μακριά. Φυλακισμένος τζίτζικας που το ‘σκασε για να  τραγουδήσει. Να τραγουδήσει εκεί, στο λιμάνι της αιωνιότητας. Που δεν έχει τοίχους να τον πλακώνουν. Που δεν έχει κανόνες, πρέπει και γιατί να τον βασανίζουν. Να τραγουδήσει εκεί, με τον ¨κόφτη¨ του. Ελεύθερος, ανέμελος, χαμογελαστός. Όπως πάντα. Για πάντα.



Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Λίγο πριν το τέλος

Η λάμψη φεύγει,
απλώνω το χέρι
μες το σκοτάδι
φίλο να βρω.

Δε βρίσκω παρέα,
τον πόνο μου κρύβω,
το δάκρυ σκουπίζω
και χαμογελώ.

Ψελλίζω τα ψέματα
που θέλουν ν’ ακούσουν,
που πρέπει να πω
και προχωρώ.

Πρέπει να αντέξω,
να μην προδοθώ,
το χέρι απλώνω
τους άλλους βαστώ.

Η Κοκκινού

Η γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου. Σκληρή γυναίκα, λίγο άπονη. Σαν ήμουνα μικρή δεν την πολυαγαπούσα. Δεν τη φώναζα ποτέ γιαγιούλα. Δε γέμιζε το στόμα μου μέλι όπως όταν αναφερόμουνα στην άλλη γιαγιά μου. Δεν είχα όμως κι άδικο. Ήτανε καλή μόνο για την αδερφή μου, που είχε το όνομά της. Μόνο αυτήν αγκάλιαζε, μόνο γι’ αυτή ρωτούσε.
Ήταν κουρασμένη και ταλαιπωρημένη από τη ζωή. Γεννημένη στο Περιστέρι Ηλείας. Την μικροπαντρέψανε στο Γεράκι, με έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της άντρα. Στα δεκαέξι της έκανε τον πατέρα μου, το πρώτο από τα επτά παιδιά που απέκτησε. Κι ο άντρας της γέρος. Ο παππούς που ποτέ δε γνώρισα, αφού είχε πεθάνει πολύ πριν γεννηθώ εγώ. Που δεν μπορούσε να δουλεύει λόγω της προχωρημένης ηλικίας του. Που μόνο παιδιά έκανε το ένα μετά το άλλο. Κι έβγαινε η γιαγιά στα χωράφια με τα μεγαλύτερα παιδιά για να βγάλουνε κανένα μεροκάματο να ταΐσουν τα υπόλοιπα. Βοήθεια από πουθενά. Κι ας έμεναν οι γονείς της και τα αδέρφια της στο διπλανό χωριό. Έτσι, μεγαλώνοντας έφευγε ένα ένα για την Αθήνα, για μια καλύτερη ζωή. Κι όταν πέθανε κι ο άντρας της, κλείδωσαν το σπιτάκι που τους είχε παραχωρήσει η κοινότητα από όταν έκαψαν οι Γερμανοί το χωριό και πήγαν στην Αθήνα να ανταμώσουν με τους υπόλοιπους.
Με αυτές τις ιστορίες μεγάλωσα. Άκουγα τα αδέρφια του μπαμπά μου να λένε ότι αυτός τ’ ανάθρεψε, ότι τους στάθηκε σαν πατέρας, ότι αυτός τ’ ανάστησε μαζί με τη μάνα. Καμάρωνα για όλα αυτά που κατάφεραν και χαιρόμουν που ήταν τόσο αγαπημένοι και δεμένοι, που κέρδισαν την ζωή τους με ιδρώτα και κόπο, χωρίς να ζηλέψουν και να βαρυγκωμήσουν ποτέ.
Όταν η τύχη το ‘φερε να ‘μαι εγώ αυτή που θα επέστρεφε μετά από πολλά χρόνια στα πατρικά εδάφη, χαρήκαν όλοι. Εγώ δεν ένιωθα καμιά συγκίνηση, άγνωστος τόπος μου ‘τανε. Με ενοχλούσε που στο χωριό με κοιτούσαν παράξενα και έλεγαν ψιθυριστά: ¨Η κόρη του Παναγιώτη, η καθηγήτρια, της Κοκκινούς η εγγόνα¨ .
Στην κηδεία της γιαγιάς μου ένιωσα παράξενα που όλοι με ξέρανε και τα βλέμματά τους με παρακολουθούσαν ασταμάτητα. Αλλά αυτό που με εκνεύρισε και με ενόχλησε περισσότερο ήταν που ξαφνικά εμφανίστηκαν οι αδερφές της γιαγιάς, ανίψια κι ένα σωρό συγγενείς που δεν τους είχα δει ποτέ μου - πράγμα που σημαίνει πως δεν είχαν επικοινωνήσει για τα τελευταία τριάντα χρόνια τουλάχιστον. Ήθελα να τους φωνάξω ότι όσο ζει ένας άνθρωπος χρειάζεται αγάπη, όχι όταν πεθαίνει. Αλλά η θέση μου δεν μου το επέτρεπε. Ένιωθα άβολα αλλά χαιρετούσα ευγενικά και ψυχρά, νομίζω, αυτούς τους ξένους για μένα. Ποτέ δεν πήγα στα σπίτια τους παρόλο που με καλέσανε επανειλημμένα, όχι από έπαρση αλλά απλά γιατί δε νιώθω τίποτα γι’ αυτούς, μου φαίνονται άγνωστοι.
Πριν από τρία χρόνια περίπου έπινα καφέ με μια γνωστή μου. Καθισμένες κοντά στο τζάκι, με το μικρό να φτιάχνει πύργους από τουβλάκια φλυαρούσαμε για άσχετα και ανώδυνα θέματα. Αρχικά. Σύντομα όμως τραντάχτηκε η γη μου, με λίγες μόνο λέξεις.
«Το ξέρεις ότι ο πατέρας σου δεν είναι αδελφός τους.»
«Δεν είναι τι;» ρώτησα με το έδαφος να λικνίζεται κάτω από τα πόδια μου, προσπαθώντας συνάμα να διατηρήσω την εικονική μου ηρεμία.
«Το ήξερες; Δεν το ήξερες ότι είναι από άλλο πατέρα; Δε στο ‘χει πει;»
Δε χρειάζεται να περιγράψω το σοκ και την ταραχή μου. Από εκείνη τη μέρα έχασα κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητά. Δεν είμαι αυτή που ήξερα πως είμαι. Και ποια να ‘μαι άραγε; Ποιανού το αίμα κυλάει στις φλέβες μου και τι γονίδια κουβαλάω;
Αφήνοντας για αργότερα την προσωπική μου αναζήτηση προσπάθησα, χωρίς να πληγώσω τους δικούς μου, να βρω την άκρη του νήματος. Έμαθα λοιπόν, ότι τη γιαγιά μου, μικρό κορίτσι, την είχαν οι γονείς της στείλει να μένει σε κάποιο ξεμόνι, μακριά από το χωριό για να προσέχει τα ζώα. Δεν ξέρω για πόσο καιρό ή χρόνια έμενε εκεί. Κάποτε έμεινε έγκυος. Η οικογένειά της την έδιωξε. Δεκάξι χρονών παιδί γέννησε το παιδί της μόνη, σε κάποιο χωράφι στην Αμαλιάδα. Κοιμόταν στο χώμα με το μωρό της, ζούσε προφανώς από την ελεημοσύνη κάποιων για αρκετούς μήνες, μέχρι που βρέθηκε ένας Γερακιώτης και πρότεινε στο γέρο-Κόκκινο που ‘χε χηρέψει πρόσφατα να την παντρευτεί για να φροντίζει κι αυτόν και το ορφανό παιδί του. Κι έτσι έγινε. Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου και έδωσε το όνομά του στον πατέρα μου. Αργότερα πέθανε το παιδί του κι έκανε έξι με τη γιαγιά μου. Έμαθα ότι πέρναγε ο πατέρας και τα αδέρφια της με τα άλογα φορτωμένα απ’ τα χωράφια που ιδροκοπούσε αυτή κι ούτε γυρνούσαν να την κοιτάξουν, πόσο περισσότερο να τη βοηθήσουν. Την είχαν ξεγράψει.
Δεν ξέρω ποιος είναι ο παππούς μου και νομίζω πως δε θα το μάθω ποτέ. Θέλω να πιστεύω πως βρέθηκε ένα παλικάρι εκεί στην ερημιά και με την αγνότητα της φύσης αγαπήθηκαν. Ότι έζησαν όμορφες στιγμές οι δυο τους, έστω και για λίγο. Πλάθω εικόνες αγάπης και καταστρέφω υποθέσεις αγριότητας και βιασμού. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι μπορεί η ζωή να μην χαμογέλασε ποτέ στη γιαγιά μου, ότι δε γεύτηκε ποτέ την αγάπη, τα νιάτα, τον έρωτα, την ανεμελιά. Θυμάμαι τα μάτια της που γέμιζαν χαρά όταν της δίναμε τα φτηνά πορσελάνινα δώρα μας. Σαν κοριτσάκι που του χαρίζουνε μια κούκλα. Αυτή δε μπόρεσε ποτέ να παίξει. Δεν προλάβαινε να αγκαλιάσει τα παιδιά της. Τα έδιωχνε αναγκαστικά μακριά της για να μπορέσουν να ζήσουν. Αναπολώ με ανακούφιση τις ώρες που δεχόταν τα χάδια και τις περιποιήσεις των παιδιών της. Βουρκώνω κάθε φορά που σκέφτομαι ότι ακόμα και στα γεράματα η ζωή της φέρθηκε σκληρά, της στέρησε την αγαπημένη της εγγονή.

Πήγα στο νεκροταφείο και άναψα το καντήλι. Είπα μόνο: «Αχ, γιαγιούλα μου».

Όσο υπήρχε το όνειρο

Μου δείξανε τον δρόμο,
τον περπάτησα.
Τους άπλωσα το χέρι
την αύρα κράτησα.

Σκόνταψα σε πέτρες
μα δεν έπεσα
τα πόδια μου ματώσαν
μα δεν έκλαψα.

Μου είπαν για το θαύμα
και το έψαχνα
φούντωνε ο φόβος μου
μα τον έθαβα.

Πόναγε η καρδιά μου
μα δε στάθηκα
όσο υπήρχε τ' όνειρο
δεν κουράστηκα.

Το ταξίδι τελείωσε
το θαύμα δεν το βρήκα
και το όνειρο ξεθώριασε
στου χαμού την πίκρα.

Βουκόλος

Ο Παναγιώτης είναι μαθητής της Γ’ τάξης του Επαγγελματικού Λυκείου. Μένει σε χωριό. Τον γνώρισα πέρυσι, όταν ήδη στη ζωή του είχαν έρθει τα πάνω κάτω. Αρρώστησε ο πατέρας του, πολύ άσχημα, με την παλιοαρρώστια. Έλειπαν οι γονείς του συνέχεια για θεραπείες στην Αθήνα κι αυτός, το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά, χρεώθηκε τα πάντα. Τα αδέρφια του, παντρεμένα, με δικές τους οικογένειες, στα σπίτια τους.
            «Αν αργεί λίγο ο Παναγιώτης την πρώτη ώρα, μην του βάζεις απουσία» μου είπανε. Γιατί ο Παναγιώτης σηκωνόταν στις πέντε το πρωί, πήγαινε στα ζώα, έκανε τα απαραίτητα, γυρνούσε σπίτι να πλυθεί και μετά ερχόταν στο σχολείο. Κουρασμένος.
Τα απογεύματα, όποτε μπορούσε έκανε μεροκάματα σε ένα συνεργείο. Είναι καλός μηχανικός. Το ‘χει. Ακούει την μηχανή και την καταλαβαίνει. Σαν τον καρδιολόγο που ¨πιάνει¨ τις αρρυθμίες.
Πριν μερικούς μήνες πέθανε ο πατέρας του. Πήγα στην κηδεία. Είδα στο βλέμμα του την απώλεια, την οργή, τον πόνο, την απογοήτευση, την ανασφάλεια, την μοναξιά.
Κι από τότε η καθημερινή του πια ρουτίνα. Το χάραμα στα ζώα, αργοπορημένος και κουρασμένος στο σχολείο, απλά για να μην μείνει από απουσίες. Ενδιαφέρον, διάβασμα καθόλου. Που να βρεθεί χρόνος, που να βρεθεί όρεξη.
Τον κράτησα μόνο του στην τάξη σε κάποιο διάλειμμα:
«Παναγιώτη, ξέρω πως η ζωή σε έβαλε πολύ νωρίς στα δύσκολα αλλά πρέπει  να κάνεις κάτι κι εσύ για τον εαυτό σου. Το ξέρω ότι φέτος είναι δύσκολο αλλά προσπάθησε του χρόνου. Διάβασε να δώσεις εξετάσεις. Έχεις τόσες εμπειρικές γνώσεις, δεν είναι δύσκολο για σένα. Ξέρω ότι μπορείς να τα καταφέρεις.»
«Ευχαριστώ κυρία» απάντησε «αλλά δεν γίνεται». Και έσταξε η φωνή του απόγνωση. «Πως θα ζήσουμε με τη μάνα μου;»
«Είσαι μικρός, είναι κρίμα να μην έχεις την ευκαιρία σου, να κάνεις κάτι που αγαπάς».
«Κυρία, σας ευχαριστώ που πιστεύετε σε μένα…»
«Μα είσαι πράγματι πολύ καλός, ξεχωρίζεις στην ειδικότητα από τους άλλους. Δεν θέλω να θαφτείς στο χωριό, έχεις τη ζωή μπροστά σου και θέλω να την ζήσεις όπως σου αξίζει. Συγνώμη κιόλας που παρεμβαίνω στη ζωή σου».
«Μη μου ζητάτε συγνώμη, απλά δεν γίνεται, τουλάχιστον τώρα, πρέπει να ζήσουμε» μου είπε και αδικημένος έσκυψε το κεφάλι.
Εγκλωβισμένος στην υποχρέωση, χωρίς το πατρικό χάδι, ένα παιδί που βιάστηκαν να ενηλικιώσουν και να του φορτώσουν πρόωρα τόσες ευθύνες. Απόγνωση και αγανάκτηση. Πίκρα. Σπασμένα φτερά. Να μην έχει δικαίωμα στα δεκαεφτά του να ονειρευτεί.
Τον ρώτησαν οι συμμαθητές του αν θα δώσει πανελλήνιες:
«Πας καλά;» απάντησε «εγώ ούτε μέχρι τα Σαβάλια δεν μπορώ να πάω».
Γέλασαν γιατί είναι παιδιά και τους ξέφυγε το λύγισμα της φωνής του από την άδολη ζήλια.
Προχθές μπαίνοντας στην τάξη έτρεξε πίσω μου αναστατωμένος:
«Κυρία, τα στέρφα πρόβατα το σκάσανε».
«Ναι; Και; Πρέπει να φύγεις;» ρώτησα με τελείως βλαμμένο ύφος.
«Αν πέσουν στην σταφίδα χάθηκα».
«Καλά, πήγαινε, ενημέρωσε όμως στο γραφείο» συνέχισα διατηρώντας το αποχαυνωμένο μου ύφος.
Λυπάμαι αλλά δεν κατάλαβα. Δεν το ‘χω το βουκολικό. Είμαι Αθηναία, γεννήθηκα και έζησα μέχρι τα εικοσιπέντε μου στην πρωτεύουσα. Δεν έφαγα ποτέ τραχανά για πρωινό, ούτε καν για βραδινό. Δεν ήπια ποτέ γάλα από την κατσίκα και δεν έχω ποτέ μου, το τονίζω, ποτέ μου, ακουμπήσει κότα γιατί φοβάμαι. Έφαγα με το ζόρι κοτόσουπες όταν γέννησα γιατί επέμεναν οι μεγαλύτεροι ότι θα ‘χω καλό γάλα για το μωρό μου. Το αποτέλεσμα ήταν μια ολόκληρη νύχτα να πονάω άπειρα στην καρδιά, να μην μπορεί ο άντρας μου να με πάει στο νοσοκομείο γιατί δεν υπήρχε κανείς να κρατήσει το νεογέννητο και να ελπίζουμε ότι δεν είναι έμφραγμα γιατί αν ήταν θα είχα από ώρα… ταξιδέψει. Όταν την άλλη μέρα ο καρδιολόγος μου εξήγησε ότι δεν έχει πρόβλημα η καρδιά μου αλλά το στομάχι μου, που δεν μπορεί να δεχτεί κάποιες τροφές όπως την κότα, ανακουφίστηκα αλλά ντράπηκα να του ζητήσω τη γνωμάτευση του γραπτή. Επίσης όταν , πριν λίγο καιρό, πρωτοανέβηκα σε άλογο, ενώ μου άρεσε, με έπιασε πανικός γιατί δεν είχε φρένο, τιμόνι. Μου είπε ο δάσκαλος να τραβάω τα γκέμια αλλά φοβόμουν μην το πονέσω… και τελικά έγινα ρεζίλι σε όλους τους παρευρισκόμενους γνωστούς και μη.
Ρεζίλι έγινα και στους μαθητές μου που δεν ήξερα ποια είναι τα στέρφα πρόβατα και ποια τα γαλάρια. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να τους εκμυστηρευτώ ότι η κατσίκα, η γίδα, ο τράγος, το κριάρι, στο λεξικό του εγκέφαλού μου είναι συνώνυμα.
Δεν με νοιάζει όμως αυτό το ρεζίλι μου, παρά μόνο η ξεφτίλα μου: να λέω πως βοηθάω τον μαθητή μου και στην ουσία να συναινώ στο ¨θάψιμό¨ του σε ένα χωριουδάκι με τα πρόβατά του.  Να βλέπω το όνειρο να σβήνει απ’ τα μάτια του και να μην κάνω τίποτα. Να βλέπω τους ώμους του να ‘χουν κυρτώσει απ’ τις πρόωρες ευθύνες και απλά να το δέχομαι.
Είναι όμορφο να ζούμε κοντά στη φύση, να την καλλιεργούμε, να την μυρίζουμε. Να μπορούμε να απολαμβάνουμε την πανδαισία χρωμάτων την άνοιξη, τους καρπούς των δέντρων που έχουν υπέροχη γεύση αν τους κόβεις από τα δέντρα και τους τρως κατευθείαν, τη μυρωδιά της βρεγμένης γης. Αλλά πρέπει οι νέοι να δοκιμάζουν, να επιλέγουν, να ενημερώνονται. Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τις ανάγκες τις σύγχρονης κοινωνίας, δεν μας επιτρέπουν να ελπίζουμε ότι με εκατό πρόβατα και μια γκλίτσα θα ζήσει το παιδί μας την ζωούλα του. Θα πηγαίνει και στο καφενείο του χωριού να πίνει το κρασάκι ή το τσιπουράκι του, θα παίζει τη δηλωτή του, ε και γυρνώντας στο σπίτι θα ρίχνει και καμιά ανάποδη στη γυναίκα του, αν δεν του κάτσει να σκαρώσουν το επόμενο παιδί.
Επιστροφή στη φύση διατυμπανίζουν. Ναι, επιστροφή. Για να επιστρέψεις πρέπει να έχεις φύγει. Κι αν έχεις φύγει έχεις δει κι άλλες συνήθειες, ήθη, πολιτισμούς. Αυτό ζητάω για τους νέους μας. Να έχουν το δικαίωμα να δουν και κάτι άλλο, να ζήσουν την διαφορά και αργότερα να επιλέξουν αυτό που τους ταιριάζει.
Σε λίγες μέρες το σχολείο μου, μέσω ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, θα πάει για δεκαπέντε μέρες στην Γερμανία. Δυο εκπαιδευτικοί και εννέα μαθητές. Στενοχωρήθηκα που δεν επιλέχτηκα να συνοδέψω. Όμως θα πάει ο Παναγιώτης κι άλλα οκτώ παιδιά κι είμαι ευτυχισμένη που θα έχουν την ευκαιρία να ζήσουν αλλιώς, έστω και για λίγο.


Να...

Το ρολόι του χρόνου
να γυρνούσα πίσω
με σένα δίπλα μου
να ξαναρχίσω.

Να ζούσα πάλι
μες την ψυχή σου
με δίψα να 'πινα
κάθε πνοή σου.

Εσύ να γέλαγες
κι εγώ ας πονούσα
εδώ να ήσουνα
να σε κρατούσα.

Να 'βρισκα δρόμους
να περπατήσω
το χρόνο να 'βρισκα
μην τον αφήσω

να φέρει εκείνη
τη μαύρη ώρα
που έφυγες, χάθηκες
που να 'σαι τώρα;

Αύγουστος '93