Σελίδες

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Καταφύγιο

 

Το διήγημα αυτό είναι εμπνευσμένο από το Η έρημος της αγάπης μυθιστόρημα του κανόνα

 

Είχε κοπάσει η βροχή. Λίγες σταγόνες μόνο τάραζαν τα νερά που είχαν λιμνάσει στην άκρη του δρόμου. Καθρέφτης η άσφαλτος που τον ράγισε το πέρασμα της μηχανής, σε μικρά ασύμμετρα τριγωνάκια. Δεξιά, αριστερά και πάλι δεξιά. Μέχρι την απότομη επιτάχυνση και την δημιουργία μιας άψογης ευθείας. Ταινία καρδιογραφήματος σε μεγέθυνση. Το φρενάρισμα δεν την χάλασε, ούτε ο εκκωφαντικός θόρυβος. Μόνο το αντρικό κορμί με το κράνος έπεσε στην άκρη της και έβαλε την τελεία.

Από το σκοτάδι στο φως.

"Γιατρέ Κουρέζ, είναι ο Ρεμόν, σωστά;" ρώτησε επιφυλακτικά τον μεσήλικα ο νεότερος.

Το καταφατικό  νεύμα του γκριζαρισμένου κεφαλιού έδωσε την απάντηση. Η μοναδική του κίνηση. Ακόμα και τα βλέφαρά του έμοιαζαν ακίνητα. Ρείκια που πλαισιώνουν τις θολές λίμνες των ματιών του. Με καρφωμένο το βλέμμα στο φορείο που φιλοξενούσε το παιδί του, ταξίδεψε πίσω. Είχε δώδεκα μήνες και εφτά ημέρες να τον δει. Κι άλλο τόσο να τον ακούσει.

"Ρεμόν, λογικέψου. Δεν αξίζει για μια γυναίκα να διαλύσεις τη ζωή σου. Μην καταστρέφεις τη ζωή σου για ένα πάθος."

"Δεν είναι πάθος! Είναι αγάπη."

"Είσαι μικρός για να μιλάς για αγάπη."

"Κι εσύ άσχετος για να μιλάς γι' αυτά! Τι ξέρεις εσύ από ζωή; Μόνο στους τέσσερις τοίχους του χειρουργείου ζεις. Κλεισμένος πάντα εκεί. Νυστέρια, αίματα, τομές."

Η φωνή του συναδέλφου τον επανάφερε στο παρόν.

"Γιατρέ, δεν πρέπει να καθυστερήσουμε άλλο. Θα τον πάμε μέσα να βγάλουμε το κράνος. Πηγαίνετε στο γραφείο σας και θα σας ενημερώσω."

"Θα το κάνω εγώ" απάντησε ήρεμα.

"Μα..."

"Τα πάθη των πατεράδων είναι αυτά που απομακρύνουν τους γιους τους" είπε και πήγε να ετοιμαστεί.

Κινήσεις γνώριμες, μηχανικές και οικείες. Οικείο και το πρόσωπο που θα αντίκριζε. Βρήκε την ραφή του κράνους κι άρχισε να κόβει. Ακόμα κι αυτό θέλησε να το κάνει ο ίδιος. Μια λάμψη ελπίδας φώτισε το βλέμμα του, μόλις είδε το αγαπημένο πρόσωπο. Σφυριχτός βγήκε ο αέρας απ' το στόμα του. Ψηλάφησε το κρανίο κι αφού βεβαιώθηκε για την άρτια εξωτερική κατάστασή, τους άφησε να οδηγήσουν το φορείο στον μαγνητικό τομογράφο.

Κομμένες εικόνες του εγκεφάλου του τραυματία στον ένα θάλαμο, κομμένες εικόνες από το παρελθόν στον άλλο. Καθημερινές, μα βιαστικές, πρωινές διαδρομές για το σχολείο και τη δουλειά, που μοιράστηκε με τον Ρεμόν επί σειρά ετών. Κοινές και κενές. Τα λόγια περιορισμένα, οι συζητήσεις άδειες.

Το ακριβό αυτοκίνητο έβγαινε πάντα την ίδια ώρα από το γκαράζ. Δεν έπρεπε να αργήσουν. Επιμελημένα φροντισμένος και περιποιημένος ο πατέρας στο τιμόνι, νυσταγμένος και επιμελώς ατημέλητος ο επιβάτης.

"Είσαι σίγουρος πως δε ξέχασες κανένα βιβλίο;"

"Ναι."

"Λεφτά για να πάρεις να φας έχεις;"

"Ναι."

Πότε βρέθηκε από το πίσω κάθισμα στο μπροστινό; Πώς κύλησε ο χρόνος κι αυτός παρέμεινε απόμακρος και συγκρατημένος;

"Έχω χειρουργείο σήμερα. Μάλλον δε θα σε προλάβω ξύπνιο."

"Εντάξει, γεια".

Έκλεινε η πόρτα με δύναμη και ξεκινούσε το αυτοκίνητο γρήγορα για να μην αρχίσουν τα κορναρίσματα από τους άλλους οδηγούς.

"Να προσέχεις. Θα έρθω στο δωμάτιό σου να σε καληνυχτίσω."

Πώς είναι δυνατόν οι κοντινοί μας άνθρωποι να είναι οι πιο μακρινοί και να φαίνεται πως μας χωρίζει απροσπέλαστο χάος;

Η άμορφη μάζα του πηγμένου αίματος δεν ήταν μεγάλη. Στεκόταν όμως απειλητική και σφηνωμένη στον αριστερό βρεγματικό λοβό. Σίγουρα τα χείλη του Πολ Κουρέζ ήταν σφιγμένα. Δε φαινόντουσαν. Τα κάλυπτε η μάσκα. Το βλοσυρό του βλέμμα όμως είχε παγώσει όλη την ομάδα. Κοίταζε τον αντίπαλο. Αναμετριόταν. Ακινησία. Για δευτερόλεπτα. Με σταθερά χέρια ρίχτηκε στην μάχη. Είχε μόνο μια ευκαιρία. Μία και μοναδική.

Μετά από ώρες κι αφού το αιμάτωμα χάθηκε απ' τον εστιασμένο ορίζοντά του, λύγισε. Σαν άδειο σακί βυθίστηκε στην μοναξιά του γραφείου του. Τα χέρια του έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Στα ρουθούνια του ήρθε πρώτα το άρωμά της. Ανατρίχιασε. Αναδύθηκε μπροστά του, όπως τότε, την πρώτη φορά. Σαν σειρήνα άπλωσε τα δίχτυα της. Ανήσυχη σύζυγος ασθενή. Ταραγμένη, τρομαγμένη, εύθραυστη, ζητούσε συμβουλές. Θλιμμένη χήρα αργότερα. Μόνη, αβοήθητη. Αποζητούσε συμπαράσταση. Να σπάσει την απρόσμενη μοναξιά. Καθόντουσαν αντικρυστά, σχεδόν κάθε απόγευμα, σ' ένα τραπεζάκι μπροστά στην τζαμαρία της καφετέριας. Η ματιά της χανόταν στον κόσμο που πηγαινοερχόταν έξω και μιλούσε. Διέκοπτε τον μονόλογό της για να πιει λίγο καφέ ή νερό και ξανάστρεφε το βλέμμα έξω. Ο γιατρός την κοιτούσε διαρκώς. Την άκουγε χωρίς να τη διακόπτει. Έφτιαχνε μπαλάκια με τα χαρτάκια της ζάχαρης και απασχολούσε τα χέρια του μ' αυτά. Έσκυβε ασυναίσθητα προς το μέρος της. Άφηνε τα μπαλάκια στο τραπέζι. Γλίστραγε το χέρι προς το δικό της. Σιγά- σιγά. Και σταμάταγε. Απότομα. Πίσω στο παιχνιδάκι του, πίσω στην εφηβική αμηχανία. Του έγινε συνήθεια κι ανάγκη αργότερα. Εμμονή και πάθος. Κοίταζε το τηλέφωνο του όταν περνούσε η ώρα. Έλεγχε μήπως ήταν στο αθόρυβο. Δεν ήταν. Αραίωσαν οι συναντήσεις. Άρχισαν τα μηνύματα. Ήταν καλύτερα. Ήταν απασχολημένη. Μέχρι που έπαψαν κι αυτά.  Καιγόταν αυτός. Βασανιζόταν. Πάταγε τις επαφές, την έβρισκε, αλλά ποτέ δεν πάτησε κλήση αριθμού.

Από το σκοτάδι στο φως.

Μικρό παιδί που δέχεται κοιμισμένο το πατρικό φιλί. Αυτή την αίσθηση είχε. Ασφάλεια, ηρεμία, σιγουριά. Ο μπαμπάς μου είναι εδώ. Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να μου κάνει κακό. Βυθίστηκε στην αφράτη θαλπωρή. Ξαφνικά ένιωσε δυσφορία. Ανακατεύτηκε. Μπαμπά, δε νιώθω καλά. Η γνωστή-άγνωστη γυναικεία μυρωδιά. Μεγάλωσε απότομα. Την είδε να έρχεται. Αισθησιακή μέσα στο μαύρο φόρεμά της. Άυλη σαν οπτασία. Τον καθήλωσε. Το βλέμμα της τον μηδένισε. Σα να 'ναι ρολόι που ρυθμίστηκε για πρώτη φορά. Σα να 'ναι κοντέρ αυτοκίνητου χωρίς χιλιόμετρα. Μόλις ξεκίνησε να ζει. Να ζει μόνο για να βρεθεί μαζί της. Δεν τον χώραγε ο τόπος. Άρχισε κι αυτός να περπατάει στον κήπο τα βράδια, όπως έκανε συχνά ο πατέρας του. Ανάμεσα στα δέντρα, στη δροσιά του καθαρού αέρα, να σβήσει τη δίψα του, να σκεφτεί, να βρει τρόπους για να την πλησιάσει. Κάποιες φορές πατέρας και γιος ταίριαζαν το βάδισμά τους. Δυο πανομοιότυπες στο σκοτάδι, σιωπηλές φιγούρες. Μείωνε το ρυθμό του ο νεαρός, συμβάδιζε με τον μεσήλικα. Περπατούσαν δίπλα-δίπλα. Συντροφικά και παράλληλα. Χωρίς να ακουμπιούνται, χωρίς να τέμνονται. Όταν μετά από λίγο καιρό, συνοδοιπόρος του σε πλασματικά τυχαίες βόλτες στο άλσος ήταν εκείνη, απεγνωσμένα αποζητούσε την τομή, την επαφή. Αργά, νωχελικά βήματα. Σταυρωτά, με την ελπίδα να μπερδευτούν. Να ανακατευθούν οι σκέψεις, τα χνώτα και τα κορμιά. Μελωδικά χτυπούσαν τα τακούνια της στο πλακόστρωτο. Αέρινα λικνιζόταν το χυμώδες κορμί. Δύσκαμπτο και σφιγμένο το άλλο. Άμαθο σε έρωτα, ακολουθούσε ανυπόμονα. Βιαζόταν, ήθελε να προχωρήσει να γευτεί. Όπως όλοι οι νέοι, ασυγκράτητοι. Αυτή είχε γευτεί. Ήξερε πως το ταξίδι δίνει αξία στον προορισμό. Έπρεπε όλα να γίνουν στην ώρα τους, με τον σωστό τρόπο. Ο ιστός θέλει τέχνη για να πλεχτεί. Αργά, μεθοδικά, επιφυλακτικά. Τυφλός αυτός πορευόταν υπό την καθοδήγησή της. Σε σκοτεινά σημεία του άλσους κοντοστεκόταν και του έδινε λίγο. Λίγο απ' όλα. Ακουμπούσε το πρόσωπό της στο στέρνο του να βρει παρηγοριά. Την έσφιγγε πάνω του κι αυτή τραβιόταν γιατί δεν έπρεπε. Γλίστραγε το χέρι της στη χούφτα του, για λίγο, μην τους δει κανείς. Φιλιά πεταχτά, καυτά, γεμάτα υποσχέσεις. Υποσχέσεις που για να πραγματοποιηθούν χρειάζονταν θυσίες. Να αφήσουν πίσω το παρελθόν. Να αφήσει αυτός και το μέλλον του. Θα δημιουργούσε καλύτερο κοντά της. Σε άλλη πόλη να γίνει το σμίξιμό τους για να σηματοδοτήσει την καινούργια τους ζωή. Εδώ το πένθος για τον πρόσφατο χαμό του άντρα της θα τους στοίχειωνε. Να φύγουν, να ζήσουν την αγάπη τους χωρίς καμία σκιά να τους πλακώνει. Μαζί και ξένοι σε άλλο τόπο. Μέσα στο κορμί της σβήσανε τα πάντα. Γονείς, σπουδές, όνειρα. Κι αν καμιά φορά θυμόταν τα λόγια του πατέρα του: "στο τέλος όπως στην αρχή μια γυναίκα μας στηρίζει" χαμογελούσε: ξέχασες την μέση πατέρα, που ΄ναι και η πιο σημαντική. Μετά από μήνες που γύρισε πίσω, μόνος και άδειος, δεν χαμογελούσε. Μόνο βούρκωνε. Έσβηνε τις μνήμες του κάθε βράδυ πίσω απ' τη μπάρα, σερβίροντας ποτά στους πελάτες μα και στον εαυτό του. Κάθε χάραμα που γυρνούσε στο άθλιο δωμάτιο του ακούμπαγε το κινητό στο κομοδίνο, δίπλα του. Μόλις ξημερώσει να πάρει τηλέφωνο τον πατέρα του. Αργούσε το ξημέρωμα.

Χωρίς τη ρόμπα του κάθισε δίπλα στο παιδί του. Δεν έδωσε σημασία στα καλώδια και στα σωληνάκια που πλαισίωναν το σώμα του. Κοίταξε με λατρεία το χλωμό του πρόσωπο, τα κλειστά μάτια και με τρυφερότητα έβαλε στη χούφτα του την παλάμη του γιου του:

"Το σημαντικότερο στη ζωή αγόρι μου είναι να έχεις οικογένεια. Είναι η φωλιά που σε προστατεύει, η αγκαλιά που σε ζεσταίνει και σε ενδυναμώνει. Πρέπει να φύγεις απ' τη φωλιά όταν είσαι έτοιμος να δημιουργήσεις τη δική σου και να της αφιερώσεις όλη σου τη ζωή. Μέσα στο κουκούλι της οικογένειας φορτώνεσαι τις αγωνίες των άλλων, σε βασανίζουν οι έγνοιες τους, πονάει το σώμα σου απ' τις ευθύνες, θολώνει τα μάτια σου η θλίψη τους. Μα οι πιο προσωπικές σου πληγές επουλώνονται, το πιο βαθύ σου τραύμα παύει να αιμορραγεί."

Ακούμπησε απαλά τα χείλη του στο μέτωπο του Ρεμόν κι έφυγε κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα. Σε λίγο καιρό θα επαναλάμβανε το αγαπημένο τελετουργικό στο σπίτι τους κι ας είχε μεγαλώσει πια ο γιος του.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου