Σελίδες

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Χαρίλαος Βασιλάκος


Σαν όαση το έβλεπε το Καλλιμάρμαρο εμπρός του

φτερούγισαν τα πόδια του γρήγορα να σιμώσει

τ’ αυτιά του λαχταρούσανε τον ύμνο να ακούσουν

«Αρχαίο πνεύμα αθάνατο...»

Το γυμνασμένο του κορμί στης Μάνης τα λαγκάδια,

τις ρεματιές, στις παρυφές του άγριου Ταϋγέτου

κοτρόνες, γαϊδουράγκαθα όλα τα ’χε δαμάσει

με την καθάρια του ψυχή τ’ αγνά ιδανικά του

Στο στάδιο θα έμπαινε απ’ τους δρομείς ο πρώτος.

Χαρά, γιορτή για την πατρίδα

φως απ’ τις δάδες σκόρπισε στα πέρατα του κόσμου

η ενότητα του πνεύματος, έθνους, θρησκείας και

φυλής ελληνικής.

«Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή...»

Αιώνες είχε φιμωθεί και τώρα τραγουδούσε

του Παλαμά τα γράμματα τα ομορφοκαμωμένα.

Οι ιαχές δυνάμωναν άκουγε τ’ όνομά του

«Χαρίλαος» φωνάζανε και άλλοι «Βασιλάκος».

Του φάνηκε σα να ’λειπε λιγάκι απ’ την βροντή τους

σα να ’τανε μικρούτσικες, κάπως ασθενημένες.

Του ταίριαζε πιότερο δυνατό το χειροκρότημά τους

πρώτος απ' όλους ήτανε στον μαραθώνιο δρόμο

κανείς δεν τον προσπέρασε, μακριά ακολουθούσαν

μόνο ένα κάρο βρέθηκε και πέρασε μπροστά του

σανό γεμάτο κι άχυρα, πραμάτεια για τα ζώα.



«Και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι...».

Με κότινο στεφάνωσαν τον πρώτο Σπύρο Λούη

αυτού της δάφνης το κλαδί του ’βαλαν στο κεφάλι

όπως ταιριάζει σ’ όποιονε δεύτερος τερματίζει.

Στα απόμερα στα ήσυχα είπε στο Σπύρο Λούη

πως άτιμο ότι έκανε και ο Θεός θα κρίνει

αυτός την αδικία του μονάχος καταπίνει

τη μέρα αυτή τη λαμπερή δε θέλει ν’ αμαυρώσει. 



Και σιώπησε για πάντα

ποτέ δεν αναφέρθηκε ξανά στα πεπραγμένα

ούτε ωσάν παράπονο, ούτε σαν αδικία.

Το δάφνινο στεφάνι του στην Ολυμπία φυλάει

τη φλόγα στο ταξίδι της να μεταλαμπαδεύσει

μαζί και τα ψηλότερα ιδανικά του ανθρώπου.


Ο Χαρίλαος Βασιλάκος γεννήθηκε το 1877 και καταγόταν από τον Λυγερέα της Μάνης, ένα ορεινό χωριό κοντά στο Γύθειο. 


               Φωτογραφία από τον Μαραθώνιο του 1896. Ο Βασιλάκος στη μέση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου