Σελίδες

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Η Κοκκινού

Η γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου. Σκληρή γυναίκα, λίγο άπονη. Σαν ήμουνα μικρή δεν την πολυαγαπούσα. Δεν τη φώναζα ποτέ γιαγιούλα. Δε γέμιζε το στόμα μου μέλι όπως όταν αναφερόμουνα στην άλλη γιαγιά μου. Δεν είχα όμως κι άδικο. Ήτανε καλή μόνο για την αδερφή μου, που είχε το όνομά της. Μόνο αυτήν αγκάλιαζε, μόνο γι’ αυτή ρωτούσε.
Ήταν κουρασμένη και ταλαιπωρημένη από τη ζωή. Γεννημένη στο Περιστέρι Ηλείας. Την μικροπαντρέψανε στο Γεράκι, με έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της άντρα. Στα δεκαέξι της έκανε τον πατέρα μου, το πρώτο από τα επτά παιδιά που απέκτησε. Κι ο άντρας της γέρος. Ο παππούς που ποτέ δε γνώρισα, αφού είχε πεθάνει πολύ πριν γεννηθώ εγώ. Που δεν μπορούσε να δουλεύει λόγω της προχωρημένης ηλικίας του. Που μόνο παιδιά έκανε το ένα μετά το άλλο. Κι έβγαινε η γιαγιά στα χωράφια με τα μεγαλύτερα παιδιά για να βγάλουνε κανένα μεροκάματο να ταΐσουν τα υπόλοιπα. Βοήθεια από πουθενά. Κι ας έμεναν οι γονείς της και τα αδέρφια της στο διπλανό χωριό. Έτσι, μεγαλώνοντας έφευγε ένα ένα για την Αθήνα, για μια καλύτερη ζωή. Κι όταν πέθανε κι ο άντρας της, κλείδωσαν το σπιτάκι που τους είχε παραχωρήσει η κοινότητα από όταν έκαψαν οι Γερμανοί το χωριό και πήγαν στην Αθήνα να ανταμώσουν με τους υπόλοιπους.
Με αυτές τις ιστορίες μεγάλωσα. Άκουγα τα αδέρφια του μπαμπά μου να λένε ότι αυτός τ’ ανάθρεψε, ότι τους στάθηκε σαν πατέρας, ότι αυτός τ’ ανάστησε μαζί με τη μάνα. Καμάρωνα για όλα αυτά που κατάφεραν και χαιρόμουν που ήταν τόσο αγαπημένοι και δεμένοι, που κέρδισαν την ζωή τους με ιδρώτα και κόπο, χωρίς να ζηλέψουν και να βαρυγκωμήσουν ποτέ.
Όταν η τύχη το ‘φερε να ‘μαι εγώ αυτή που θα επέστρεφε μετά από πολλά χρόνια στα πατρικά εδάφη, χαρήκαν όλοι. Εγώ δεν ένιωθα καμιά συγκίνηση, άγνωστος τόπος μου ‘τανε. Με ενοχλούσε που στο χωριό με κοιτούσαν παράξενα και έλεγαν ψιθυριστά: ¨Η κόρη του Παναγιώτη, η καθηγήτρια, της Κοκκινούς η εγγόνα¨ .
Στην κηδεία της γιαγιάς μου ένιωσα παράξενα που όλοι με ξέρανε και τα βλέμματά τους με παρακολουθούσαν ασταμάτητα. Αλλά αυτό που με εκνεύρισε και με ενόχλησε περισσότερο ήταν που ξαφνικά εμφανίστηκαν οι αδερφές της γιαγιάς, ανίψια κι ένα σωρό συγγενείς που δεν τους είχα δει ποτέ μου - πράγμα που σημαίνει πως δεν είχαν επικοινωνήσει για τα τελευταία τριάντα χρόνια τουλάχιστον. Ήθελα να τους φωνάξω ότι όσο ζει ένας άνθρωπος χρειάζεται αγάπη, όχι όταν πεθαίνει. Αλλά η θέση μου δεν μου το επέτρεπε. Ένιωθα άβολα αλλά χαιρετούσα ευγενικά και ψυχρά, νομίζω, αυτούς τους ξένους για μένα. Ποτέ δεν πήγα στα σπίτια τους παρόλο που με καλέσανε επανειλημμένα, όχι από έπαρση αλλά απλά γιατί δε νιώθω τίποτα γι’ αυτούς, μου φαίνονται άγνωστοι.
Πριν από τρία χρόνια περίπου έπινα καφέ με μια γνωστή μου. Καθισμένες κοντά στο τζάκι, με το μικρό να φτιάχνει πύργους από τουβλάκια φλυαρούσαμε για άσχετα και ανώδυνα θέματα. Αρχικά. Σύντομα όμως τραντάχτηκε η γη μου, με λίγες μόνο λέξεις.
«Το ξέρεις ότι ο πατέρας σου δεν είναι αδελφός τους.»
«Δεν είναι τι;» ρώτησα με το έδαφος να λικνίζεται κάτω από τα πόδια μου, προσπαθώντας συνάμα να διατηρήσω την εικονική μου ηρεμία.
«Το ήξερες; Δεν το ήξερες ότι είναι από άλλο πατέρα; Δε στο ‘χει πει;»
Δε χρειάζεται να περιγράψω το σοκ και την ταραχή μου. Από εκείνη τη μέρα έχασα κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητά. Δεν είμαι αυτή που ήξερα πως είμαι. Και ποια να ‘μαι άραγε; Ποιανού το αίμα κυλάει στις φλέβες μου και τι γονίδια κουβαλάω;
Αφήνοντας για αργότερα την προσωπική μου αναζήτηση προσπάθησα, χωρίς να πληγώσω τους δικούς μου, να βρω την άκρη του νήματος. Έμαθα λοιπόν, ότι τη γιαγιά μου, μικρό κορίτσι, την είχαν οι γονείς της στείλει να μένει σε κάποιο ξεμόνι, μακριά από το χωριό για να προσέχει τα ζώα. Δεν ξέρω για πόσο καιρό ή χρόνια έμενε εκεί. Κάποτε έμεινε έγκυος. Η οικογένειά της την έδιωξε. Δεκάξι χρονών παιδί γέννησε το παιδί της μόνη, σε κάποιο χωράφι στην Αμαλιάδα. Κοιμόταν στο χώμα με το μωρό της, ζούσε προφανώς από την ελεημοσύνη κάποιων για αρκετούς μήνες, μέχρι που βρέθηκε ένας Γερακιώτης και πρότεινε στο γέρο-Κόκκινο που ‘χε χηρέψει πρόσφατα να την παντρευτεί για να φροντίζει κι αυτόν και το ορφανό παιδί του. Κι έτσι έγινε. Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου και έδωσε το όνομά του στον πατέρα μου. Αργότερα πέθανε το παιδί του κι έκανε έξι με τη γιαγιά μου. Έμαθα ότι πέρναγε ο πατέρας και τα αδέρφια της με τα άλογα φορτωμένα απ’ τα χωράφια που ιδροκοπούσε αυτή κι ούτε γυρνούσαν να την κοιτάξουν, πόσο περισσότερο να τη βοηθήσουν. Την είχαν ξεγράψει.
Δεν ξέρω ποιος είναι ο παππούς μου και νομίζω πως δε θα το μάθω ποτέ. Θέλω να πιστεύω πως βρέθηκε ένα παλικάρι εκεί στην ερημιά και με την αγνότητα της φύσης αγαπήθηκαν. Ότι έζησαν όμορφες στιγμές οι δυο τους, έστω και για λίγο. Πλάθω εικόνες αγάπης και καταστρέφω υποθέσεις αγριότητας και βιασμού. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι μπορεί η ζωή να μην χαμογέλασε ποτέ στη γιαγιά μου, ότι δε γεύτηκε ποτέ την αγάπη, τα νιάτα, τον έρωτα, την ανεμελιά. Θυμάμαι τα μάτια της που γέμιζαν χαρά όταν της δίναμε τα φτηνά πορσελάνινα δώρα μας. Σαν κοριτσάκι που του χαρίζουνε μια κούκλα. Αυτή δε μπόρεσε ποτέ να παίξει. Δεν προλάβαινε να αγκαλιάσει τα παιδιά της. Τα έδιωχνε αναγκαστικά μακριά της για να μπορέσουν να ζήσουν. Αναπολώ με ανακούφιση τις ώρες που δεχόταν τα χάδια και τις περιποιήσεις των παιδιών της. Βουρκώνω κάθε φορά που σκέφτομαι ότι ακόμα και στα γεράματα η ζωή της φέρθηκε σκληρά, της στέρησε την αγαπημένη της εγγονή.

Πήγα στο νεκροταφείο και άναψα το καντήλι. Είπα μόνο: «Αχ, γιαγιούλα μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου