Σελίδες

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Βουκόλος

Ο Παναγιώτης είναι μαθητής της Γ’ τάξης του Επαγγελματικού Λυκείου. Μένει σε χωριό. Τον γνώρισα πέρυσι, όταν ήδη στη ζωή του είχαν έρθει τα πάνω κάτω. Αρρώστησε ο πατέρας του, πολύ άσχημα, με την παλιοαρρώστια. Έλειπαν οι γονείς του συνέχεια για θεραπείες στην Αθήνα κι αυτός, το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά, χρεώθηκε τα πάντα. Τα αδέρφια του, παντρεμένα, με δικές τους οικογένειες, στα σπίτια τους.
            «Αν αργεί λίγο ο Παναγιώτης την πρώτη ώρα, μην του βάζεις απουσία» μου είπανε. Γιατί ο Παναγιώτης σηκωνόταν στις πέντε το πρωί, πήγαινε στα ζώα, έκανε τα απαραίτητα, γυρνούσε σπίτι να πλυθεί και μετά ερχόταν στο σχολείο. Κουρασμένος.
Τα απογεύματα, όποτε μπορούσε έκανε μεροκάματα σε ένα συνεργείο. Είναι καλός μηχανικός. Το ‘χει. Ακούει την μηχανή και την καταλαβαίνει. Σαν τον καρδιολόγο που ¨πιάνει¨ τις αρρυθμίες.
Πριν μερικούς μήνες πέθανε ο πατέρας του. Πήγα στην κηδεία. Είδα στο βλέμμα του την απώλεια, την οργή, τον πόνο, την απογοήτευση, την ανασφάλεια, την μοναξιά.
Κι από τότε η καθημερινή του πια ρουτίνα. Το χάραμα στα ζώα, αργοπορημένος και κουρασμένος στο σχολείο, απλά για να μην μείνει από απουσίες. Ενδιαφέρον, διάβασμα καθόλου. Που να βρεθεί χρόνος, που να βρεθεί όρεξη.
Τον κράτησα μόνο του στην τάξη σε κάποιο διάλειμμα:
«Παναγιώτη, ξέρω πως η ζωή σε έβαλε πολύ νωρίς στα δύσκολα αλλά πρέπει  να κάνεις κάτι κι εσύ για τον εαυτό σου. Το ξέρω ότι φέτος είναι δύσκολο αλλά προσπάθησε του χρόνου. Διάβασε να δώσεις εξετάσεις. Έχεις τόσες εμπειρικές γνώσεις, δεν είναι δύσκολο για σένα. Ξέρω ότι μπορείς να τα καταφέρεις.»
«Ευχαριστώ κυρία» απάντησε «αλλά δεν γίνεται». Και έσταξε η φωνή του απόγνωση. «Πως θα ζήσουμε με τη μάνα μου;»
«Είσαι μικρός, είναι κρίμα να μην έχεις την ευκαιρία σου, να κάνεις κάτι που αγαπάς».
«Κυρία, σας ευχαριστώ που πιστεύετε σε μένα…»
«Μα είσαι πράγματι πολύ καλός, ξεχωρίζεις στην ειδικότητα από τους άλλους. Δεν θέλω να θαφτείς στο χωριό, έχεις τη ζωή μπροστά σου και θέλω να την ζήσεις όπως σου αξίζει. Συγνώμη κιόλας που παρεμβαίνω στη ζωή σου».
«Μη μου ζητάτε συγνώμη, απλά δεν γίνεται, τουλάχιστον τώρα, πρέπει να ζήσουμε» μου είπε και αδικημένος έσκυψε το κεφάλι.
Εγκλωβισμένος στην υποχρέωση, χωρίς το πατρικό χάδι, ένα παιδί που βιάστηκαν να ενηλικιώσουν και να του φορτώσουν πρόωρα τόσες ευθύνες. Απόγνωση και αγανάκτηση. Πίκρα. Σπασμένα φτερά. Να μην έχει δικαίωμα στα δεκαεφτά του να ονειρευτεί.
Τον ρώτησαν οι συμμαθητές του αν θα δώσει πανελλήνιες:
«Πας καλά;» απάντησε «εγώ ούτε μέχρι τα Σαβάλια δεν μπορώ να πάω».
Γέλασαν γιατί είναι παιδιά και τους ξέφυγε το λύγισμα της φωνής του από την άδολη ζήλια.
Προχθές μπαίνοντας στην τάξη έτρεξε πίσω μου αναστατωμένος:
«Κυρία, τα στέρφα πρόβατα το σκάσανε».
«Ναι; Και; Πρέπει να φύγεις;» ρώτησα με τελείως βλαμμένο ύφος.
«Αν πέσουν στην σταφίδα χάθηκα».
«Καλά, πήγαινε, ενημέρωσε όμως στο γραφείο» συνέχισα διατηρώντας το αποχαυνωμένο μου ύφος.
Λυπάμαι αλλά δεν κατάλαβα. Δεν το ‘χω το βουκολικό. Είμαι Αθηναία, γεννήθηκα και έζησα μέχρι τα εικοσιπέντε μου στην πρωτεύουσα. Δεν έφαγα ποτέ τραχανά για πρωινό, ούτε καν για βραδινό. Δεν ήπια ποτέ γάλα από την κατσίκα και δεν έχω ποτέ μου, το τονίζω, ποτέ μου, ακουμπήσει κότα γιατί φοβάμαι. Έφαγα με το ζόρι κοτόσουπες όταν γέννησα γιατί επέμεναν οι μεγαλύτεροι ότι θα ‘χω καλό γάλα για το μωρό μου. Το αποτέλεσμα ήταν μια ολόκληρη νύχτα να πονάω άπειρα στην καρδιά, να μην μπορεί ο άντρας μου να με πάει στο νοσοκομείο γιατί δεν υπήρχε κανείς να κρατήσει το νεογέννητο και να ελπίζουμε ότι δεν είναι έμφραγμα γιατί αν ήταν θα είχα από ώρα… ταξιδέψει. Όταν την άλλη μέρα ο καρδιολόγος μου εξήγησε ότι δεν έχει πρόβλημα η καρδιά μου αλλά το στομάχι μου, που δεν μπορεί να δεχτεί κάποιες τροφές όπως την κότα, ανακουφίστηκα αλλά ντράπηκα να του ζητήσω τη γνωμάτευση του γραπτή. Επίσης όταν , πριν λίγο καιρό, πρωτοανέβηκα σε άλογο, ενώ μου άρεσε, με έπιασε πανικός γιατί δεν είχε φρένο, τιμόνι. Μου είπε ο δάσκαλος να τραβάω τα γκέμια αλλά φοβόμουν μην το πονέσω… και τελικά έγινα ρεζίλι σε όλους τους παρευρισκόμενους γνωστούς και μη.
Ρεζίλι έγινα και στους μαθητές μου που δεν ήξερα ποια είναι τα στέρφα πρόβατα και ποια τα γαλάρια. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να τους εκμυστηρευτώ ότι η κατσίκα, η γίδα, ο τράγος, το κριάρι, στο λεξικό του εγκέφαλού μου είναι συνώνυμα.
Δεν με νοιάζει όμως αυτό το ρεζίλι μου, παρά μόνο η ξεφτίλα μου: να λέω πως βοηθάω τον μαθητή μου και στην ουσία να συναινώ στο ¨θάψιμό¨ του σε ένα χωριουδάκι με τα πρόβατά του.  Να βλέπω το όνειρο να σβήνει απ’ τα μάτια του και να μην κάνω τίποτα. Να βλέπω τους ώμους του να ‘χουν κυρτώσει απ’ τις πρόωρες ευθύνες και απλά να το δέχομαι.
Είναι όμορφο να ζούμε κοντά στη φύση, να την καλλιεργούμε, να την μυρίζουμε. Να μπορούμε να απολαμβάνουμε την πανδαισία χρωμάτων την άνοιξη, τους καρπούς των δέντρων που έχουν υπέροχη γεύση αν τους κόβεις από τα δέντρα και τους τρως κατευθείαν, τη μυρωδιά της βρεγμένης γης. Αλλά πρέπει οι νέοι να δοκιμάζουν, να επιλέγουν, να ενημερώνονται. Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τις ανάγκες τις σύγχρονης κοινωνίας, δεν μας επιτρέπουν να ελπίζουμε ότι με εκατό πρόβατα και μια γκλίτσα θα ζήσει το παιδί μας την ζωούλα του. Θα πηγαίνει και στο καφενείο του χωριού να πίνει το κρασάκι ή το τσιπουράκι του, θα παίζει τη δηλωτή του, ε και γυρνώντας στο σπίτι θα ρίχνει και καμιά ανάποδη στη γυναίκα του, αν δεν του κάτσει να σκαρώσουν το επόμενο παιδί.
Επιστροφή στη φύση διατυμπανίζουν. Ναι, επιστροφή. Για να επιστρέψεις πρέπει να έχεις φύγει. Κι αν έχεις φύγει έχεις δει κι άλλες συνήθειες, ήθη, πολιτισμούς. Αυτό ζητάω για τους νέους μας. Να έχουν το δικαίωμα να δουν και κάτι άλλο, να ζήσουν την διαφορά και αργότερα να επιλέξουν αυτό που τους ταιριάζει.
Σε λίγες μέρες το σχολείο μου, μέσω ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, θα πάει για δεκαπέντε μέρες στην Γερμανία. Δυο εκπαιδευτικοί και εννέα μαθητές. Στενοχωρήθηκα που δεν επιλέχτηκα να συνοδέψω. Όμως θα πάει ο Παναγιώτης κι άλλα οκτώ παιδιά κι είμαι ευτυχισμένη που θα έχουν την ευκαιρία να ζήσουν αλλιώς, έστω και για λίγο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου