Σελίδες

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Ομίχλη

 

Χνώτα υγρά

λόγια πνιχτά

μουδιάζει το χέρι στη προσμονή ν’ αγγίξει.

 

Παγώνει ο καιρός

τρέχει ο τρελός

ελπίζει το χθες στο αύριο να ζήσει.

 

Τα μάτια μιλούν

κοιτούν δε θωρούν

στενά παραθύρια στεγνές αμυχές.

 

Θολές οι στιγμές

μεγάλες σιωπές

αφύλαχτες νύχτες χωρίς διαδρομές.

 

Η πίκρα στυφή

η μέρα κενή

αδειάζει το φως γοργά για να σβήσει.

 

Ιός και υιός

μονάκριβο βιος

σεργιάνι στη γη σκαλώνει η δύση.

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Κι αν τα κτίρια μιλούσαν

 




ΜΟΥΣΕΙΟ Ν. ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ

ΑΜΑΛΙΑΔΑ

Ήμουν το στολίδι της πόλης τότε - που δεν ήταν ακόμα πόλη - και ξανάγινα τώρα, εξαιτίας του Νίκου. Δίπατο αρχοντικό ήμουν. Μπροστά μου συναντιόντουσαν δυο δρόμοι. Το καλοκαίρι σηκωνόταν σύννεφο το χώμα σαν περνούσαν τ' άλογα και το χειμώνα κόλλαγαν τα πέταλά τους στη λάσπη. Σ' αυτή τη λάσπη τσαλαβουτούσε κι ο Νίκος και φώναζε η μάνα του πως δεν προσέχει. Μόνο του φώναζε, δεν τον μάλωνε. Κανείς δεν μπορούσε να μαλώσει το γελαστό παιδί. Μεγάλωνε και το καμαρώναμε. Το γέλιο του, η καλοσύνη του, τα όνειρά του. Όλα του τα καμάρωνα. Στα σπλάχνα μου μεγάλωσε, μπουμπούκιασε, άνθισε. Κι έφυγε τρέχοντας, κυνηγημένος και κυνηγός του ονείρου του. Όλοι έτρεχαν τότε. Άλλοι να κρυφτούν, άλλοι να σωθούν. Μετά ήρθε η σιωπή, αυτή η νεκρική..

Τώρα, έγινα πάλι το στολίδι της πόλης. Οι δρόμοι μου έχουν άσφαλτο, όνομα - Ερμού και Καλαβρύτων - φανάρι, πεζοδρόμια και ποδηλατοδρόμο. Τώρα έγινα μουσείο. Το μουσείο του Νίκου. Στα σπλάχνα μου φυλάω το ματωμένο του πουκάμισο. Τώρα, που κόντευα να γεράσω, με ξανάνιωσαν. Με έκαναν γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Ο Νίκος μου ο Μπελογιάννης δεν πρόλαβε να γεράσει, μόνο το όνειρό του φθάρθηκε τόσο που, πολύ φοβάμαι πως όσους αιώνες κι αν σταθώ εδώ, δεν θα το δω να πραγματοποιείται.



Ένα (+δύο) χαϊκού για τον Αύγουστο (2020)

Άννα Κοκκίνου | Ένα (+δύο) χαϊκού για τον Αύγουστο – Booksitting (wordpress.com)



Φέτος το δάκρυ
του Αυγούστου η κάψα
δεν το στεγνώνει.

Χωρίς το φιλί
κρατάει αποστάσεις
η πανσέληνος.

Καιρό σβησμένες
πατημασιές στην άμμο
θα ακολουθώ.

Η Κοκκινοσκουφίτσα μεγάλωσε και...

 

Η Κοκκινοσκουφίτσα, όταν μεγάλωσε και δεν της έκανε πια το σκουφάκι της, έβαψε τα μαλλιά της κόκκινα, για να μη ξεχαστεί και ξεστρατίσει. Έτσι ακολουθούσε πάντα τους σωστούς μα δύσβατους δρόμους, αποφεύγοντας τους παράδρομους και τις πλάγιες οδούς. Ευτυχώς, σχεδόν ταυτόχρονα με το χαμό της γιαγιά της, γνώρισε τον καλό της πρίγκιπα κι έτσι απέκτησε ένα καινούργιο συνεργάτη στην εξολόθρευση των επικίνδυνων τετράποδων. 

Ήρθαν όμως δύσκολες εποχές. Οικονομική κρίση. Δάνεια, φροντιστήρια, έξοδα. Η εταιρία που δούλευε ο πρίγκιπας έκλεισε κι αυτός έμεινε άνεργος.  

-Μη στενοχωριέσαι πρίγκιπά μου, τώρα που θα γίνω διευθύντρια θα παίρνω το επίδομα και θα πληρώνουμε το δάνειο. Θα προλάβουμε πριν γίνει κόκκινο. 

-Μην είσαι σίγουρη Κοκκινομαλλούσα, μπορεί να μη γίνεις. 

-Μα θα γίνω σίγουρα. Μη ξεχνάς πως τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Αναρτήθηκε ο πίνακας με τη μοριοδότηση και είμαι πρώτη, η Βάσω είναι μετά από μένα με μεγάλη διαφορά. Από στιγμή σε στιγμή θα γίνει η επικύρωσή του. 

Δεν πρόλαβε να πει κάτι άλλο, την διέκοψε ο ήχος του messenger: Τη θέση την πήρε η Βάσω με κάποια τροπολογία που μόλις υπογράφηκε. ΥΓ. Η Β. είναι κουμπάρα του υφυπουργού. 

-Πρίγκιπα, πάω κομμωτήριο. Το κόκκινο πρέπει να φύγει απ' τα μαλλιά, την ψυχή και τη ζωή μου! 

Χαμένες θυσίες

 

Είναι άθλια και κρύα τα λημέρια στα βουνά

σπηλιές υγρές με βρύα και λειχήνες.

Αλίμονο σ' αυτούς που φώλιασαν ψηλά

Παλεύοντας να σπείρουν τις δίκαιες ιδέες:

ισότητα, δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια.

Φύτεψαν σπόρους βγήκαν ανθοί, κλαδιά, μπουμπούκια

πάνω σε τοίχους, πανιά και δρόμους

γράψαν με αίμα ίδιο μ' αυτών τρεις λέξεις μόνο:

ψωμί παιδεία ελευθερία.

Και πάλι σπόροι μπήκανε στην γη

να μείνει η αξία άσβηστο κερί

μα η σπορά απέτυχε, ζιζάνια φυτρώσαν

αγκάθια βγήκαν, χόρτα και βάτα.

 

Τον κόσμο όλο έπνιξαν με της ψυχής το αίμα

βουρκώσαν μνήματα, σβηστήκανε, χαθήκαν όλα.

Τέχνη μέσα από τη τέχνη

 Ένα μυθοπλαστικό κείμενο, γραμμένο με αφορμή ένα άλλο είδος τέχνης... εν προκειμένω λίγους στίχους από τις καβαφικές «Θερμοπύλες»


τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των 

ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες


Κοίταξα μέσα μου, έψαξα τις δικές μου Θερμοπύλες. Αγχώθηκα  Δεν είναι εύκολη η αυτογνωσία ούτε η αυτοκριτική. Μέσα στο τρέξιμο της καθημερινότητας παραμερίζονται οι σκέψεις και οι περισυλλογές. Οι συμπεριφορές αλλοιώνονται, αναμειγνύονται με αυτές των άλλων. Οι στόχοι χαμηλώνουν. Μερικές φορές, ελπίζω ελάχιστες, γίνονται ένα με το έδαφος. Τόσο κάτω. 

Σεβασμός στον άνθρωπο, στην ιδιαιτερότητα του καθενός, στην προσωπική του αξία, στο μεγαλείο του. Όμως πανικόβλητη συνειδητοποίησα ότι στην προσπάθειά μου να σεβαστώ τις ανάγκες και τις αξίες των συνανθρώπων μου, μειώνω και παραμελώ τον εαυτό μου. Θάβω τις ανάγκες μου και σιωπώ. 

Ειλικρίνεια, αλήθειες. Αντιπαθώ, σιχαίνομαι τα ψέματα, το προσποιητό, τις ψεύτικες υποσχέσεις. Υπήρξα όμως η καλύτερη στο θέατρο, στην υποκρισία. Τους έλεγα υπομονή, λίγο ακόμα, θα γίνεις καλά κι ας ήξερα ότι έφευγαν σιγά-σιγά από κοντά μας. Ωραιοποιούσα τις καταστάσεις χωρίς να ξέρω αν έχω το δικαίωμα αυτό. Ήμουν άραγε ο Λεωνίδας τους καθώς τους οδήγησα στη μάχη με το κεφάλι ψηλά ή ο Εφιάλτης γιατί τους πρόδωσα στερώντας τους το δικαίωμα στη γνώση της αληθινής κατάστασης και στην ελευθερία της επιλογής; 

 

Θεέ

 

Θεέ

δεν ξέρω αν υπάρχεις.

 

Υπήρχες κάποτε.

Πριν από χρόνια

μου πήρες κάτι πολύ δικό μου

την μονάκριβη αδερφή μου.

Άδικα.

Με ακρωτηρίασες.

 

Από τότε δεν υπάρχεις

γιατί

αν υπήρχες θα έπρεπε να σου ρίξω ευθύνες

να σε κατηγορήσω

να σε μισώ.

 

Εγώ έχω μάθει μόνο ν' αγαπώ.